τραπέω: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰπέω''': πατῶ σταφυλάς, ληνοπατῶ, ἑτέρας δ’ ἄρα τε τρυγόωσιν, ἄλλας δὲ τραπέουσι Ὀδ. Η. 125, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 201, Ἀνάνιος παρ’ Ἀθην. 282Β. (Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[τρέπω]]· πρβλ. [[τραπητής]], [[τροπήιον]], Λατ. trapes, trapētum). | |lstext='''τρᾰπέω''': πατῶ σταφυλάς, ληνοπατῶ, ἑτέρας δ’ ἄρα τε τρυγόωσιν, ἄλλας δὲ τραπέουσι Ὀδ. Η. 125, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 201, Ἀνάνιος παρ’ Ἀθην. 282Β. (Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[τρέπω]]· πρβλ. [[τραπητής]], [[τροπήιον]], Λατ. trapes, trapētum). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=fouler le raisin.<br />'''Étymologie:''' R. Τραπ, tourner ; cf. [[τρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
A tread grapes, Od.7.125, Hes.Sc.301, Anan.5.4. (Cf. τραπητής, τραπητός, τροπήϊον, τροπέοντο (Hsch.), Lith. trepénti 'tramp', etc.)
German (Pape)
[Seite 1135] Weintrauben treten; Od. 7, 125; Hes. Sc. 301; ὅταν τραπέωσι καὶ πατέωσιν, Ananias bei Ath. VII, 282 b; später übh. Wein keltern, vermittelst der Drehkelter auspressen; vgl. Buttm. Lexil. II p. 155 über die Ableitung und den Zusammenhang mit trappen, traben.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπέω: πατῶ σταφυλάς, ληνοπατῶ, ἑτέρας δ’ ἄρα τε τρυγόωσιν, ἄλλας δὲ τραπέουσι Ὀδ. Η. 125, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 201, Ἀνάνιος παρ’ Ἀθην. 282Β. (Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ τρέπω· πρβλ. τραπητής, τροπήιον, Λατ. trapes, trapētum).
French (Bailly abrégé)
fouler le raisin.
Étymologie: R. Τραπ, tourner ; cf. τρέπω.