καθυγραίνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθυγραίνω''': [[ὑγραίνω]] ἐντελῶς, Ἀριστ. Προβλ. 1, 39. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10, Πλούτ.: - Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 6· ἐπὶ τῆς κοιλίας, τουτέοισιν αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται, ἀνακουφίζονται, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ. ΙΙ. ὑγροποιῶ, εἰς ὑγρὸν [[μεταβάλλω]], τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῇ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν Πλούτ. 2. 642C. - Παθ., παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 953D. | |lstext='''καθυγραίνω''': [[ὑγραίνω]] ἐντελῶς, Ἀριστ. Προβλ. 1, 39. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10, Πλούτ.: - Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 6· ἐπὶ τῆς κοιλίας, τουτέοισιν αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται, ἀνακουφίζονται, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ. ΙΙ. ὑγροποιῶ, εἰς ὑγρὸν [[μεταβάλλω]], τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῇ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν Πλούτ. 2. 642C. - Παθ., παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 953D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=liquéfier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑγραίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
A moisten well, Arist.Pr.863b23, Thphr.CP6.18.10, Plu.Luc.32:—Pass., Thphr.CP1.13.6; of the bowels, to be relaxed, Hp.Aph.4.27, etc. II liquefy, in Pass., Plu.2.953e.
German (Pape)
[Seite 1289] benetzen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καθυγραίνω: ὑγραίνω ἐντελῶς, Ἀριστ. Προβλ. 1, 39. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10, Πλούτ.: - Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 6· ἐπὶ τῆς κοιλίας, τουτέοισιν αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται, ἀνακουφίζονται, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ. ΙΙ. ὑγροποιῶ, εἰς ὑγρὸν μεταβάλλω, τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῇ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν Πλούτ. 2. 642C. - Παθ., παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 953D.