καταυτόθι: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταυτόθι''': Ἐπίρρ., [[αὐτοῦ]], ἐπὶ τόπου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 16. 776· κτλ.· ἀλλὰ ἐν Δ. 537, Δ. 298 καὶ παρ᾿ Ὁμ. ἀνάγνωθι κατ᾿ [[αὐτόθι]], [[διότι]] ἡ κατὰ ἀνήκει εἰς τὸ [[ῥῆμα]], ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Κ. 273. | |lstext='''καταυτόθι''': Ἐπίρρ., [[αὐτοῦ]], ἐπὶ τόπου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 16. 776· κτλ.· ἀλλὰ ἐν Δ. 537, Δ. 298 καὶ παρ᾿ Ὁμ. ἀνάγνωθι κατ᾿ [[αὐτόθι]], [[διότι]] ἡ κατὰ ἀνήκει εἰς τὸ [[ῥῆμα]], ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Κ. 273. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ou mieux</i> κατ’ [[αὐτόθι]];<br /><i>adv.</i><br />là-même.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αὐτόθι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A on the spot, A.R.2.16, 776, etc.; but in Hom. κατ' αὐτόθι shd. be read, for κατά belongs to the Verb, v. Hdn.Gr.(2.71) ad Il.10.273 on the accent.
German (Pape)
[Seite 1387] richtiger κατ' αὐτόθι, Il. 21, 201 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
καταυτόθι: Ἐπίρρ., αὐτοῦ, ἐπὶ τόπου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 16. 776· κτλ.· ἀλλὰ ἐν Δ. 537, Δ. 298 καὶ παρ᾿ Ὁμ. ἀνάγνωθι κατ᾿ αὐτόθι, διότι ἡ κατὰ ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Κ. 273.