Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπισιτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισῑτίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, Ἡρόδ. 9. 50· μεταγεν. -ίσομαι, Ἀρρ. Ἀν. 3. 30: Μέσ.: - [[ἐφοδιάζω]] ἐμαυτὸν μὲ τροφάς, [[λαμβάνω]] [[ἐφόδια]], Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 8. 101, πρβλ. Ξεν. Πόροι 4, 48· ἐπ. ἐκ τῆς κώμης Ἡρόδ. 7. 176· ἐπ. τῇ στρατιᾷ Θουκ. 6. 94· εἶχον οὐδὲν [[ὅπου]] ἂν ἐπισιτίσαιντο Δημ. 1223. 8· παρακαλῶν ποτε τοὺς Ἀθηναίους εἰς Εὔβοιαν ἐπισιτισαμένους Ἀριστ. Ρήτ. 3. 10, 7. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι, προμηθευόμενοι ἄριστον, Θουκ. 8. 95· οἱ στρατιῶται ἤχθοντο ὅτι οὐκ εἶχον [[ἀργύριον]] ἐπισιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν, ν’ ἀγοράσωσι τροφὰς διὰ τὴν πορείαν, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7. 3) μεταφ., ἐπισιτίζονται πρὸς σοφιστείαν, λαμβάνουσι τὰ ἀπαιτούμενα [[ἐφόδια]] πρὸς σοφιστείαν, Πλούτ. 2. 78F. ΙΙ. = [[παρασιτέω]], Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1.
|lstext='''ἐπισῑτίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, Ἡρόδ. 9. 50· μεταγεν. -ίσομαι, Ἀρρ. Ἀν. 3. 30: Μέσ.: - [[ἐφοδιάζω]] ἐμαυτὸν μὲ τροφάς, [[λαμβάνω]] [[ἐφόδια]], Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 8. 101, πρβλ. Ξεν. Πόροι 4, 48· ἐπ. ἐκ τῆς κώμης Ἡρόδ. 7. 176· ἐπ. τῇ στρατιᾷ Θουκ. 6. 94· εἶχον οὐδὲν [[ὅπου]] ἂν ἐπισιτίσαιντο Δημ. 1223. 8· παρακαλῶν ποτε τοὺς Ἀθηναίους εἰς Εὔβοιαν ἐπισιτισαμένους Ἀριστ. Ρήτ. 3. 10, 7. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι, προμηθευόμενοι ἄριστον, Θουκ. 8. 95· οἱ στρατιῶται ἤχθοντο ὅτι οὐκ εἶχον [[ἀργύριον]] ἐπισιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν, ν’ ἀγοράσωσι τροφὰς διὰ τὴν πορείαν, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7. 3) μεταφ., ἐπισιτίζονται πρὸς σοφιστείαν, λαμβάνουσι τὰ ἀπαιτούμενα [[ἐφόδια]] πρὸς σοφιστείαν, Πλούτ. 2. 78F. ΙΙ. = [[παρασιτέω]], Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπισιτιοῦμαι, <i>part. ion.</i> ἐπισιτιεύμενος;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> s’approvisionner de vivres <i>ou</i> de fourrage : [[ἐκ]] κώμης HDT dans un village ; <i>fig.</i> πρὸς σοφιστείαν PLUT s’approvisionner d’arguments contre la sophistique ; [[ψήφισμα]] ARSTT se munir d’un décret;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> prendre comme provision, s’approvisionner de : [[ἄριστον]] THC, [[ἀργύριον]] XÉN se pourvoir d’un dîner, d’argent;<br /><b>2</b> fournir des provisions à, approvisionner : τὸ [[στράτευμα]] XÉN l’armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], σιτίζομαι.
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισῑτίζομαι Medium diacritics: ἐπισιτίζομαι Low diacritics: επισιτίζομαι Capitals: ΕΠΙΣΙΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: episitízomai Transliteration B: episitizomai Transliteration C: episitizomai Beta Code: e)pisiti/zomai

English (LSJ)

fut.Att.

   A -ιοῦμαι Philostr.VA6.15, Ion.-ιεῦμαι Hdt. 9.50:—furnish oneself with food or provender, Id.I.c., Th.8.101, cf. X.Vect.4.48; ἐ. ἐκ τῆς κώμης Hdt.7.176; ἐκεῖθεν Th.6.94; εἶχον οὐδὲν ὅτου ἂν ἐπισιτίσαιντο D.50.53, cf. Arist.Rh.1411a9.    2. c.acc. rei, ἐ. ἄριστον provide oneself with... Th.8.95; ἀργύριον ἐ. εἰς τὴν πορείαν X.An.7.1.7; κλεψύδραν Philostr.VS2.10.1.    3. metaph., . πρὸς σοφιστείαν store oneself for sophistry, Plu.2.78f.    II. = παρασιτέω, Pherecr.32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισῑτίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, Ἡρόδ. 9. 50· μεταγεν. -ίσομαι, Ἀρρ. Ἀν. 3. 30: Μέσ.: - ἐφοδιάζω ἐμαυτὸν μὲ τροφάς, λαμβάνω ἐφόδια, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 8. 101, πρβλ. Ξεν. Πόροι 4, 48· ἐπ. ἐκ τῆς κώμης Ἡρόδ. 7. 176· ἐπ. τῇ στρατιᾷ Θουκ. 6. 94· εἶχον οὐδὲν ὅπου ἂν ἐπισιτίσαιντο Δημ. 1223. 8· παρακαλῶν ποτε τοὺς Ἀθηναίους εἰς Εὔβοιαν ἐπισιτισαμένους Ἀριστ. Ρήτ. 3. 10, 7. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι, προμηθευόμενοι ἄριστον, Θουκ. 8. 95· οἱ στρατιῶται ἤχθοντο ὅτι οὐκ εἶχον ἀργύριον ἐπισιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν, ν’ ἀγοράσωσι τροφὰς διὰ τὴν πορείαν, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7. 3) μεταφ., ἐπισιτίζονται πρὸς σοφιστείαν, λαμβάνουσι τὰ ἀπαιτούμενα ἐφόδια πρὸς σοφιστείαν, Πλούτ. 2. 78F. ΙΙ. = παρασιτέω, Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπισιτιοῦμαι, part. ion. ἐπισιτιεύμενος;
I. intr. s’approvisionner de vivres ou de fourrage : ἐκ κώμης HDT dans un village ; fig. πρὸς σοφιστείαν PLUT s’approvisionner d’arguments contre la sophistique ; ψήφισμα ARSTT se munir d’un décret;
II. tr. 1 prendre comme provision, s’approvisionner de : ἄριστον THC, ἀργύριον XÉN se pourvoir d’un dîner, d’argent;
2 fournir des provisions à, approvisionner : τὸ στράτευμα XÉN l’armée.
Étymologie: ἐπί, σιτίζομαι.