ἄδεκτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄδεκτος''': -ον, ([[δέχομαι]]) ὁ μὴ [[δεκτός]], ἀπίστευτος, διαφ. γραφὴ ἐν τοῖς Ἑβδ. (Μακκαβ. Γ΄. δ΄, 2.) ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι ..., τῆς εὐδαιμονίας, Ἱππόδ. παρὰ Στοβαίῳ 553, 19· κακοῦ, Πλούτ. 2. 881Β.
|lstext='''ἄδεκτος''': -ον, ([[δέχομαι]]) ὁ μὴ [[δεκτός]], ἀπίστευτος, διαφ. γραφὴ ἐν τοῖς Ἑβδ. (Μακκαβ. Γ΄. δ΄, 2.) ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι ..., τῆς εὐδαιμονίας, Ἱππόδ. παρὰ Στοβαίῳ 553, 19· κακοῦ, Πλούτ. 2. 881Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne peut recevoir, incapable de, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδεκτος Medium diacritics: ἄδεκτος Low diacritics: άδεκτος Capitals: ΑΔΕΚΤΟΣ
Transliteration A: ádektos Transliteration B: adektos Transliteration C: adektos Beta Code: a)/dektos

English (LSJ)

ον, (δέχομαι)

   A not receptive, Thphr.Metaph.9: c. gen., not capable of, τῆς εὐδαιμονίας Hippod.ap Stob.4.39.26; τοῦ μοιχεύειν Phld. D.3Fr.78; μεταβολῆς Plu.2.1025c, cf. Plot.3.6.13, Herm. ap. Stob. 3.11.31, Procl.in Prm.p.842 S., etc.    II Pass., incomprehensible, dub. l. in Ph.1.486.    2 unacceptable, δῶρα Zos.1.58.

German (Pape)

[Seite 32] nicht annehmend, unempfänglich, κακοῦ, für, Plut. plac. phil. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδεκτος: -ον, (δέχομαι) ὁ μὴ δεκτός, ἀπίστευτος, διαφ. γραφὴ ἐν τοῖς Ἑβδ. (Μακκαβ. Γ΄. δ΄, 2.) ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι ..., τῆς εὐδαιμονίας, Ἱππόδ. παρὰ Στοβαίῳ 553, 19· κακοῦ, Πλούτ. 2. 881Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne peut recevoir, incapable de, gén..
Étymologie: ἀ, δέχομαι.