ἀδιάλυτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάλῠτος''': -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. [[ἀφιλίωτος]], ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4. | |lstext='''ἀδιάλῠτος''': -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. [[ἀφιλίωτος]], ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />indissoluble.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A undissolved: indissoluble, Pl.Phd.80b; ἕνωσις Ph.2.635; σύμβασις Hierocl.p.17.23 A.:—indestructible, Epicur.Fr. 356 (nisi Hermarcho tribuendum); στερεὰ καὶ ἀ. Id.Nat.14.2. II irreconcilable. Adv. -τως, πολεμεῖν πρός τινα Plb.18.37.4. III -τον, τό, = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλῠτος: -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. ἀφιλίωτος, ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indissoluble.
Étymologie: ἀ, διαλύω.