Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀδέσποτος: Difference between revisions

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδέσποτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων κύριον, δεσπότην, ἐπὶ περιουσίας, Πλάτ. Πολ. 617Ε: ἐπὶ ἀπελευθέρων, Μύρων παρ’ Ἀθ. 271F, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6· ἀδ. καὶ αὐτοκρατεῖς, περὶ τῶν θεῶν, Πλούτ. 2. 426C. II. περὶ διαδεδομένης φήμης, ἢ περὶ συγγράμματος ἀνωνύμου, ἢ περὶ οἱουδήποτε πράγματος ἢ κτήματος [[ἄνευ]] ἰδιοκτήτου, Διον. Ἁλ. 11. 50, Πλουτ. Κικ. 15. κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1447.
|lstext='''ἀδέσποτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων κύριον, δεσπότην, ἐπὶ περιουσίας, Πλάτ. Πολ. 617Ε: ἐπὶ ἀπελευθέρων, Μύρων παρ’ Ἀθ. 271F, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6· ἀδ. καὶ αὐτοκρατεῖς, περὶ τῶν θεῶν, Πλούτ. 2. 426C. II. περὶ διαδεδομένης φήμης, ἢ περὶ συγγράμματος ἀνωνύμου, ἢ περὶ οἱουδήποτε πράγματος ἢ κτήματος [[ἄνευ]] ἰδιοκτήτου, Διον. Ἁλ. 11. 50, Πλουτ. Κικ. 15. κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1447.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maître, libre, indépendant;<br /><b>2</b> anonyme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δεσπότης]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδέσποτος Medium diacritics: ἀδέσποτος Low diacritics: αδέσποτος Capitals: ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ
Transliteration A: adéspotos Transliteration B: adespotos Transliteration C: adespotos Beta Code: a)de/spotos

English (LSJ)

ον,

   A without master or owner, ἀρετὴ ἀ. Pl.R.617e; τὸ παρ' ἡμᾶς ἀ. Epicur.Ep.3p.65U.: of property, POxy.1188.15 (13 A.D.), cf. Str.17.1.12: of freedmen, Myro Hist.2; οἰκήσεις Arist.EN1161a7, cf. E.Hyps.Fr.1.11; ἀ. καὶ αὐτοκρατεῖς, of the gods, Plu.2.426c; ἀ. βίος Sallust.21.    II of rumours or writings, anonymous, Cic. Fam.15.17.3, D.H.11.50, Plu.Cic.15, etc. Adv. -τως J.Ap.1.16, Sch.Ar.Ra.1400.    III ungovernable, λύπη Democr.290.

German (Pape)

[Seite 33] (δεσπότης), 1) ohne Herrn, δοῦλοι Myro bei Ath. VI, 102 (271 f); οἰκήσεις Arist. Eth. Nic. 8, 10. – 2) von unbekanntem Verfasser, anonym, ἐπιστολή Plut. Cic. 15; φήμη, unverbürgt, Oth. 4, wie rumores bei Cic. Fam. XV, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδέσποτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων κύριον, δεσπότην, ἐπὶ περιουσίας, Πλάτ. Πολ. 617Ε: ἐπὶ ἀπελευθέρων, Μύρων παρ’ Ἀθ. 271F, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6· ἀδ. καὶ αὐτοκρατεῖς, περὶ τῶν θεῶν, Πλούτ. 2. 426C. II. περὶ διαδεδομένης φήμης, ἢ περὶ συγγράμματος ἀνωνύμου, ἢ περὶ οἱουδήποτε πράγματος ἢ κτήματος ἄνευ ἰδιοκτήτου, Διον. Ἁλ. 11. 50, Πλουτ. Κικ. 15. κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1447.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans maître, libre, indépendant;
2 anonyme.
Étymologie: ἀ, δεσπότης.