ἀνθηδών: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθηδών''': -όνος, ἡ, ([[ἀνθέω]]) ἡ [[ἀνθώδης]], δηλ. ἡ [[μέλισσα]], Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ΙΙ. [[εἶδος]] μεσπίλης, «μουσμουλιᾶς», Θεοφρ. Ἱστορ. Φυτ. 3. 12, 5. - Ἐντεῦθεν ἀνθηδονοειδής, ές, ὡς ἐπιθ. ἑτέρου εἴδους, [[αὐτόθι]]. (Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πρβλ. [[ἀλγηδών]], [[ἀηδών]], κηληδών). | |lstext='''ἀνθηδών''': -όνος, ἡ, ([[ἀνθέω]]) ἡ [[ἀνθώδης]], δηλ. ἡ [[μέλισσα]], Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ΙΙ. [[εἶδος]] μεσπίλης, «μουσμουλιᾶς», Θεοφρ. Ἱστορ. Φυτ. 3. 12, 5. - Ἐντεῦθεν ἀνθηδονοειδής, ές, ὡς ἐπιθ. ἑτέρου εἴδους, [[αὐτόθι]]. (Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πρβλ. [[ἀλγηδών]], [[ἀηδών]], κηληδών). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όνος (ἡ) :<br />abeille, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A the flowery one, i.e. the bee, Damocr. ap. Gal.14.91, Ael.NA15.1, EM108.43. II eastern thorn, Crataegus orientalis, Thphr.HP3.12.5:—hence ἀνθηδονοειδής, ές, as epith. of Crataegus monogyna, hawthorn, ibid.
German (Pape)
[Seite 232] όνος, ἡ, die Blumenesserin (nach der gew. Abltg von ἄνθοσἔδω, wogegen Passow es fälschlich mit αλγηδών. αηδών zusammenstellt); die Biene, E. M. scheint mit ἀνθ ρηδών verwechselt, Ael. H. A. 15, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθηδών: -όνος, ἡ, (ἀνθέω) ἡ ἀνθώδης, δηλ. ἡ μέλισσα, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ΙΙ. εἶδος μεσπίλης, «μουσμουλιᾶς», Θεοφρ. Ἱστορ. Φυτ. 3. 12, 5. - Ἐντεῦθεν ἀνθηδονοειδής, ές, ὡς ἐπιθ. ἑτέρου εἴδους, αὐτόθι. (Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πρβλ. ἀλγηδών, ἀηδών, κηληδών).
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
abeille, insecte.
Étymologie: ἄνθος.