νουμήνιος: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νουμήνιος''': -ον, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ νεομήνιος, ἐν χρήσει κατὰ τὴν νέαν σελήνην, ἄρτοι Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] πελαργοειδοῦς πτηνοῦ· - καθ’ Ἡσύχ.: «[[νουμήνιος]]· [[ὄρνεον]] ὅμοιον ἀτταγᾷ ὄν, ὁ καὶ [[τροχίλος]]»: παροιμ., ξυνῆλθεν [[ἀτταγᾶς]] τε καὶ ν., «[[ὅμοιος]] ’ς τὸν ὅμοιον», Διογ. Λ. 9. 114. | |lstext='''νουμήνιος''': -ον, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ νεομήνιος, ἐν χρήσει κατὰ τὴν νέαν σελήνην, ἄρτοι Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] πελαργοειδοῦς πτηνοῦ· - καθ’ Ἡσύχ.: «[[νουμήνιος]]· [[ὄρνεον]] ὅμοιον ἀτταγᾷ ὄν, ὁ καὶ [[τροχίλος]]»: παροιμ., ξυνῆλθεν [[ἀτταγᾶς]] τε καὶ ν., «[[ὅμοιος]] ’ς τὸν ὅμοιον», Διογ. Λ. 9. 114. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de la nouvelle lune, du premier jour du mois.<br />'''Étymologie:''' [[νουμηνία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, Att. contr. for νεομήνιος,
A used at the new moon, ἄρτοι Luc.Lex.6. II as Subst., perh. a kind of curlew : prov., ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν. 'birds of a feather flock together', D.L.9.114.
Greek (Liddell-Scott)
νουμήνιος: -ον, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ νεομήνιος, ἐν χρήσει κατὰ τὴν νέαν σελήνην, ἄρτοι Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., εἶδος πελαργοειδοῦς πτηνοῦ· - καθ’ Ἡσύχ.: «νουμήνιος· ὄρνεον ὅμοιον ἀτταγᾷ ὄν, ὁ καὶ τροχίλος»: παροιμ., ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν., «ὅμοιος ’ς τὸν ὅμοιον», Διογ. Λ. 9. 114.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de la nouvelle lune, du premier jour du mois.
Étymologie: νουμηνία.