συρροή: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συρροή''': ἡ, = [[σύρρευσις]]. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497. | |lstext='''συρροή''': ἡ, = [[σύρρευσις]]. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />confluent.<br />'''Étymologie:''' [[συρρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = σύρρευσις, conflux, Thphr.Lap.1, Ign.50, al.; ἰχώρων Plu.Cleom.39; συνροὰ (Dor.) ὑδάτων Mnemos.42.332 (Argos, iv B.C.); exudation which forms a bulbil, σ. δακρυώδης Thphr.HP6.6.8; accumulation of earth, ib.7.15.2: also σύρροια, Hp.Alim.23, Plb.2.32.2, Str. 1.3.12, Aret.CD1.13 (ξύρρ-) ; σύνροια IG5(1).1431.20 (Messene).
Greek (Liddell-Scott)
συρροή: ἡ, = σύρρευσις. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 8., 7. 15, 2, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως σύρροια, Ἱππ. παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 102C, Πολύβ. 2. 32, 2. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
confluent.
Étymologie: συρρέω.