ποίημα: Difference between revisions
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποίημα''': τό, ([[ποιέω]]) πᾶν τὸ ποιούμενον ἢ ποιηθέν· [[ὅθεν]], Ι. [[ἔργον]]. π. χρύσεα, χάλκεα καὶ σιδήρεα Ἡρόδ. 4. 5., 7. 84, πρβλ. 2. 135· [[συχν]]. ἐν ἐπιγραφαῖς [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ τεχνίτου, τῷ Παρίῳ [[ποίημα]] Κολώτεω Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 24· Γλαύκου τοῦ Χίου [[ποίημα]] Ἡρόδ. 1. 25· ἐπὶ τῶν ἔργων τοῦ Δαιδάλου, Πλάτ. Μένων 97Ε· π. ἐραστοῦ, [[εὕρημα]], [[τέχνασμα]], [[ἐπίνοια]] ἐραστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε. 2) ποιητικὸν [[ἔργον]], [[ποίημα]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, Πλάτ. Φαίδων 60C, Λῦσ. 221D· τὰ κατὰ μέτρου, τὰ [[μετὰ]] μέτρου π. Ἰσοκρ. 16Β. 319Β· π. εἰς τὰς Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 9· ― ποιήματα ὡς τὸ Λατ. carmina, μονόστιχα, = ἔπη, Διον. Ἁλ. 1. 41, πρβλ. Schäf. de Comp. σ. 80, 257. 3) [[πλάσμα]], πλαστόν τι καὶ οὐχὶ ἀληθές, Ἀρρ. ἐν Ἀν. 5. 6. ΙΙ. [[πρᾶξις]], [[ἐνέργεια]], ἀντίθετ. τῷ [[πάθημα]], Πλάτ. Πολ. 437Β, Σοφιστ. 248Β, κ. ἀλλ. | |lstext='''ποίημα''': τό, ([[ποιέω]]) πᾶν τὸ ποιούμενον ἢ ποιηθέν· [[ὅθεν]], Ι. [[ἔργον]]. π. χρύσεα, χάλκεα καὶ σιδήρεα Ἡρόδ. 4. 5., 7. 84, πρβλ. 2. 135· [[συχν]]. ἐν ἐπιγραφαῖς [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ τεχνίτου, τῷ Παρίῳ [[ποίημα]] Κολώτεω Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 24· Γλαύκου τοῦ Χίου [[ποίημα]] Ἡρόδ. 1. 25· ἐπὶ τῶν ἔργων τοῦ Δαιδάλου, Πλάτ. Μένων 97Ε· π. ἐραστοῦ, [[εὕρημα]], [[τέχνασμα]], [[ἐπίνοια]] ἐραστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε. 2) ποιητικὸν [[ἔργον]], [[ποίημα]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, Πλάτ. Φαίδων 60C, Λῦσ. 221D· τὰ κατὰ μέτρου, τὰ [[μετὰ]] μέτρου π. Ἰσοκρ. 16Β. 319Β· π. εἰς τὰς Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 9· ― ποιήματα ὡς τὸ Λατ. carmina, μονόστιχα, = ἔπη, Διον. Ἁλ. 1. 41, πρβλ. Schäf. de Comp. σ. 80, 257. 3) [[πλάσμα]], πλαστόν τι καὶ οὐχὶ ἀληθές, Ἀρρ. ἐν Ἀν. 5. 6. ΙΙ. [[πρᾶξις]], [[ἐνέργεια]], ἀντίθετ. τῷ [[πάθημα]], Πλάτ. Πολ. 437Β, Σοφιστ. 248Β, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l’on fait :<br /><b>I.</b> œuvre, ouvrage, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> ouvrage manuel (meuble, statue, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> création de l’esprit, invention ; <i>particul.</i> ouvrage de poésie, poème, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> action (<i>p. opp. à</i> [[πάθημα]]).<br />'''Étymologie:''' [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ποιέω)
A anything made or done: hence, I work, π. χρύσεα, χάλκεα καὶ σιδήρεα, Hdt.4.5, 7.84, cf. 2.135; Γλαύκου τοῦ Χίου π. Id.1.25; of the works of Daedalus, Pl.Men.97e; π. ἐραστοῦ a lover's invention, Id.R.474e; product, of land formed by silting-up of rivers, Arr.An.5.6.4(pl.). 2 poem, Cratin.186, Pl.Phd.60d, Ly.221d; τὰ μετὰ μέτρου π. Isoc.2.7, 15.45; π. εἰς τὰς Μούσας IG7.1773.17 (Thespiae, ii A. D.): pl., of single verses, = ἔπη, D.H.1.41, Comp.3. b poetical, esp. metrical, form, περὶ ποιήματος, title of work by Hephaestio. 3 fiction, Arr.An.5.6.5(pl.). 4 onomatopoeic word, Hsch. s.v. μάματα. II deed, act, opp. πάθημα, Pl.R. 437b(pl.), Sph.248b; π. πονηρά LXX 2 Es.9.13. (Written ποιϝήματα (in signf. 1.1) in Mnemos.57.208 (Argos, vi B.C.).)
German (Pape)
[Seite 648] τό, jedes Gemachte, Gethane, dah. Werk, Machwerk, Arbeit, zuerst bei Her., 2, 135. 4, 5. 7, 84, der es durchweg nur von Metallarbeiten braucht, u. so noch Sp., wie Luc., ἀργύρεα, de Dea Syr. 49. Bei Plat. Handlung, Thätigkeit, Ggstz von πάθημα, Soph. 248 b, wie Rep. IV, 437 b u. öfter; von den Arbeiten des Dädalus, Men. 97 e. – Bes. Gedicht, Lys. 221 d, περὶ τῶν ποιημάτων ὧν πεπ οίηκας Phaed. 60 c, u. oft; u. so gew. bei Folgdn; auch ποιήματα, von den einzelnen Versen, Schäf. D. Hal. C. V. p. 30. 257; übh. Schriftwerk, Buch, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποίημα: τό, (ποιέω) πᾶν τὸ ποιούμενον ἢ ποιηθέν· ὅθεν, Ι. ἔργον. π. χρύσεα, χάλκεα καὶ σιδήρεα Ἡρόδ. 4. 5., 7. 84, πρβλ. 2. 135· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ τεχνίτου, τῷ Παρίῳ ποίημα Κολώτεω Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 24· Γλαύκου τοῦ Χίου ποίημα Ἡρόδ. 1. 25· ἐπὶ τῶν ἔργων τοῦ Δαιδάλου, Πλάτ. Μένων 97Ε· π. ἐραστοῦ, εὕρημα, τέχνασμα, ἐπίνοια ἐραστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε. 2) ποιητικὸν ἔργον, ποίημα, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, Πλάτ. Φαίδων 60C, Λῦσ. 221D· τὰ κατὰ μέτρου, τὰ μετὰ μέτρου π. Ἰσοκρ. 16Β. 319Β· π. εἰς τὰς Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 9· ― ποιήματα ὡς τὸ Λατ. carmina, μονόστιχα, = ἔπη, Διον. Ἁλ. 1. 41, πρβλ. Schäf. de Comp. σ. 80, 257. 3) πλάσμα, πλαστόν τι καὶ οὐχὶ ἀληθές, Ἀρρ. ἐν Ἀν. 5. 6. ΙΙ. πρᾶξις, ἐνέργεια, ἀντίθετ. τῷ πάθημα, Πλάτ. Πολ. 437Β, Σοφιστ. 248Β, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce que l’on fait :
I. œuvre, ouvrage, particul. :
1 ouvrage manuel (meuble, statue, etc.);
2 création de l’esprit, invention ; particul. ouvrage de poésie, poème, etc.
II. action (p. opp. à πάθημα).
Étymologie: ποιέω.