κορδακισμός: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορδᾱκισμός''': ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς [[ἀκόλαστος]], Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο. | |lstext='''κορδᾱκισμός''': ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς [[ἀκόλαστος]], Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />danse du [[κόρδαξ]].<br />'''Étymologie:''' [[κορδακίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg.,
A licentious dancing, D.2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in Hermes 17.222 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κορδᾱκισμός: ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς ἀκόλαστος, Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.