δύσελπις: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσελπις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ [[μόλις]] ἐλπίζων, ἄπελπις, Αἰσχύλ. Χο. 412, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 31, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 11 κ. ἀλλ. | |lstext='''δύσελπις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ [[μόλις]] ἐλπίζων, ἄπελπις, Αἰσχύλ. Χο. 412, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 31, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 11 κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιδος<br />qui espère difficilement, qui désespère.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐλπίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
ι, gen. ιδος,
A hardly hoping, despondent, A.Ch.412 (lyr.), Hp.Nat.Mul.41 (prob.), X.HG5.4.31, Arist.Rh. 1390a4; δ. τι ἐρεῖν Luc.Herm.69. II Pass., hardly hoped for, νίκη Onos.38.2.
Greek (Liddell-Scott)
δύσελπις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ μόλις ἐλπίζων, ἄπελπις, Αἰσχύλ. Χο. 412, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 31, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 11 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιδος
qui espère difficilement, qui désespère.
Étymologie: δυσ-, ἐλπίς.