συνδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ., 7. 4, 18. ― Παθητ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. 167D, Δείναρχ. 110. 37· τῷ σώματι συνδιαφθαρεὶς τὰς φρένας, διαφθαρεὶς τὰς φρένας [[μετὰ]] τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. 3. 36· πρκμ. συνδιέφθορα [[μετὰ]] παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 541. 45.
|lstext='''συνδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ., 7. 4, 18. ― Παθητ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. 167D, Δείναρχ. 110. 37· τῷ σώματι συνδιαφθαρεὶς τὰς φρένας, διαφθαρεὶς τὰς φρένας [[μετὰ]] τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. 3. 36· πρκμ. συνδιέφθορα [[μετὰ]] παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 541. 45.
}}
{{bailly
|btext=détruire en même temps ; <i>Pass.</i> être détruit <i>ou</i> périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαφθείρω]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαφθείρω Medium diacritics: συνδιαφθείρω Low diacritics: συνδιαφθείρω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: syndiaphtheírō Transliteration B: syndiaphtheirō Transliteration C: syndiaftheiro Beta Code: sundiafqei/rw

English (LSJ)

   A destroy at the same time, Arist.HA585a10, Jul.Or.1.24d; corrupt at the same time, ἑαυτῷ σ. καὶ τἄλλα Gal.15.874:—Pass., to be corrupted along with, ἡμῖν Isoc.8.41, cf. Din.3.19, Gal.15.697; συνδιαφθᾰρεὶς τῷ σώματι τὰς φρένας having his mind destroyed with . ., D.H.3.36: pf. συνδιέφθορα in pass. sense, D.S.38.15.

German (Pape)

[Seite 1008] mit od. zugleich verderben, vernichten, bestechen; συνδιέφθαρται ὁ δῆμος τῶν ῥητόρων τισί, Din. 3, 17: Isocr. 8, 41.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ., 7. 4, 18. ― Παθητ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἰσοκρ. 167D, Δείναρχ. 110. 37· τῷ σώματι συνδιαφθαρεὶς τὰς φρένας, διαφθαρεὶς τὰς φρένας μετὰ τοῦ σώματος, Διον. Ἁλ. 3. 36· πρκμ. συνδιέφθορα μετὰ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 541. 45.

French (Bailly abrégé)

détruire en même temps ; Pass. être détruit ou périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, διαφθείρω.