ἀπανθίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπανθίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀποδρέπω]] [[ἄνθη]], Λατ. decerpere: ἀλλὰ τούσδ’ ἐμοὶ ματαίαν γλῶσσαν ὧδ’ ἀπανθίσαι, ἀλλὰ νὰ φαντασθῇ τις ὅτι οὗτοι οἱ ἄνθρωποι θά με ἔρραινον μὲ τὰ [[ἄνθη]] τῆς ματαιολόγου αὐτῶν γλώσσης! Αἰσχύλ. Ἀγ. 1662· Ἄρης φιλεῖ… τὰ λῷστα πάντ’ ἀπανθίζειν (κατὰ Conington ἀντὶ πάντα τἀνθρώπων), νὰ ἀποκόπτῃ, ἀποδρέπῃ, πάντας τοὺς ἀρίστους, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 98: - Μέσ. [[συλλέγω]] [[μέλι]] ἐξ ἀνθέων, Λουκ. Ἁ. - λ. 6: μεταφ. [[ἀποδρέπω]], [[συλλέγω]], [[λαμβάνω]], τὸ κάλλιστον [[μέρος]] πράγματός τινος, Πλούτ. 2. 30C, Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μισθ. συν. 39, Φιλόστρ. 565, πρβλ. [[λωτίζομαι]].
|lstext='''ἀπανθίζω''': μέλλ. -ίσω, [[ἀποδρέπω]] [[ἄνθη]], Λατ. decerpere: ἀλλὰ τούσδ’ ἐμοὶ ματαίαν γλῶσσαν ὧδ’ ἀπανθίσαι, ἀλλὰ νὰ φαντασθῇ τις ὅτι οὗτοι οἱ ἄνθρωποι θά με ἔρραινον μὲ τὰ [[ἄνθη]] τῆς ματαιολόγου αὐτῶν γλώσσης! Αἰσχύλ. Ἀγ. 1662· Ἄρης φιλεῖ… τὰ λῷστα πάντ’ ἀπανθίζειν (κατὰ Conington ἀντὶ πάντα τἀνθρώπων), νὰ ἀποκόπτῃ, ἀποδρέπῃ, πάντας τοὺς ἀρίστους, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 98: - Μέσ. [[συλλέγω]] [[μέλι]] ἐξ ἀνθέων, Λουκ. Ἁ. - λ. 6: μεταφ. [[ἀποδρέπω]], [[συλλέγω]], [[λαμβάνω]], τὸ κάλλιστον [[μέρος]] πράγματός τινος, Πλούτ. 2. 30C, Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μισθ. συν. 39, Φιλόστρ. 565, πρβλ. [[λωτίζομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπανθίσω, <i>ao.</i> ἀπήνθισα, <i>pf. Pass.</i> ἀπήνθισμαι;<br />cueillir en sa fleur, cueillir la fleur de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπανθίζομαι puiser le suc d’une fleur ; <i>fig.</i> cueillir pour soi la fleur de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀνθίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπανθίζω Medium diacritics: ἀπανθίζω Low diacritics: απανθίζω Capitals: ΑΠΑΝΘΙΖΩ
Transliteration A: apanthízō Transliteration B: apanthizō Transliteration C: apanthizo Beta Code: a)panqi/zw

English (LSJ)

   A pluck off flowers: metaph., ματαίαν γλῶσσαν ἀπανθίσαι cull the flowers of idle talk, A.Ag.1662; Ἄρης φιλεῖ . . τὰ λῷστα πάντ' ἀπανθίζειν (Kidd for πάντα τἀνθρώπων) cut off all the best, Id.Fr. 100; ἀπανθίζειν ἐπεχείρει τοὺς Φρύγας Ἀχιλλεύς Polion ap.Phryn.PS p.162 B.:—Med., gather honey from flowers, Luc.Pisc.6; pick out flowers, Asin.54: metaph., cull the best of a thing, Plu.2.3cd, Luc. Merc.Cond.39, Philostr.VS2.1.14.    2 Pass., to be withered, Phryn. PSp.9B.

German (Pape)

[Seite 278] Blumen abpflücken; übertr., ματαίαν γλῶσσαν, καὶ ἐκβαλεῖν ἔπη τοιαῦτα Aesch. Ag. 1647. – Gew. med., das Beste für sich einsammeln, wie eine Biene, ἀπανθισάμενος Luc. Pisc. 6; τὶ τοῦ κάλλους musc. enc. 10; Plut. u. a. Sp. – Pass. ἀπηνθίσθαι B. A. 7, ἀποβεβληκέναι τὸ ἄνθος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανθίζω: μέλλ. -ίσω, ἀποδρέπω ἄνθη, Λατ. decerpere: ἀλλὰ τούσδ’ ἐμοὶ ματαίαν γλῶσσαν ὧδ’ ἀπανθίσαι, ἀλλὰ νὰ φαντασθῇ τις ὅτι οὗτοι οἱ ἄνθρωποι θά με ἔρραινον μὲ τὰ ἄνθη τῆς ματαιολόγου αὐτῶν γλώσσης! Αἰσχύλ. Ἀγ. 1662· Ἄρης φιλεῖ… τὰ λῷστα πάντ’ ἀπανθίζειν (κατὰ Conington ἀντὶ πάντα τἀνθρώπων), νὰ ἀποκόπτῃ, ἀποδρέπῃ, πάντας τοὺς ἀρίστους, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 98: - Μέσ. συλλέγω μέλι ἐξ ἀνθέων, Λουκ. Ἁ. - λ. 6: μεταφ. ἀποδρέπω, συλλέγω, λαμβάνω, τὸ κάλλιστον μέρος πράγματός τινος, Πλούτ. 2. 30C, Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μισθ. συν. 39, Φιλόστρ. 565, πρβλ. λωτίζομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπανθίσω, ao. ἀπήνθισα, pf. Pass. ἀπήνθισμαι;
cueillir en sa fleur, cueillir la fleur de, acc.;
Moy. ἀπανθίζομαι puiser le suc d’une fleur ; fig. cueillir pour soi la fleur de.
Étymologie: ἀπό, ἀνθίζω.