ἀντιφεύγω: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιφεύγω''': πέμπομαι εἰς ἐξορίαν, ἢ [[φεύγω]] ὡς [[ἐξόριστος]] ἀντὶ ἄλλου, κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ [[πόσις]], καὶ [[οὔτε]] ἀντεξορίζεται [[οὗτος]] ὁ σύζυγός σου (ὁ Αἴγισθος) ὁ ἐξορίσας τὸν σὸν υἱὸν Ὀρέστην, Εὐρ. Ἠλ. 1091. | |lstext='''ἀντιφεύγω''': πέμπομαι εἰς ἐξορίαν, ἢ [[φεύγω]] ὡς [[ἐξόριστος]] ἀντὶ ἄλλου, κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ [[πόσις]], καὶ [[οὔτε]] ἀντεξορίζεται [[οὗτος]] ὁ σύζυγός σου (ὁ Αἴγισθος) ὁ ἐξορίσας τὸν σὸν υἱὸν Ὀρέστην, Εὐρ. Ἠλ. 1091. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être dans l’exil pour expier l’exil d’un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φεύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
A flee or go into exile in turn, ἀντί τινος E.El.1091.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφεύγω: πέμπομαι εἰς ἐξορίαν, ἢ φεύγω ὡς ἐξόριστος ἀντὶ ἄλλου, κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ πόσις, καὶ οὔτε ἀντεξορίζεται οὗτος ὁ σύζυγός σου (ὁ Αἴγισθος) ὁ ἐξορίσας τὸν σὸν υἱὸν Ὀρέστην, Εὐρ. Ἠλ. 1091.
French (Bailly abrégé)
être dans l’exil pour expier l’exil d’un autre.
Étymologie: ἀντί, φεύγω.