ἐκκρέμαμαι: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκρέμαμαι''': παθ., κρέμαμαι ἔκ τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἐξηρτημένος ἔκ τινος, Πλάτ. Ἴων 536Α. ΙΙ. ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, ἐξ ἐπιθυμιῶν ὁ αὐτ. Νόμ. 732Ε· τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Πλουτ. Μάρ. 12· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. 9. 411. | |lstext='''ἐκκρέμαμαι''': παθ., κρέμαμαι ἔκ τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἐξηρτημένος ἔκ τινος, Πλάτ. Ἴων 536Α. ΙΙ. ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, ἐξ ἐπιθυμιῶν ὁ αὐτ. Νόμ. 732Ε· τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Πλουτ. Μάρ. 12· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. 9. 411. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être suspendu ; <i>fig.</i> τινος à (un désir, une espérance), se rattacher à, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κρέμαμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A hang, be suspended, v.l. in Hp.Art.76 ; τὴν γυναῖκα ἐκκρεμαμένην ἀποσεισάμενος Luc.Tox.61 : c. gen., hang from, Pl.Ion536a. II depend upon, ἐξ ἐπιθυμιῶν Id.Lg.732e ; τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plu.Mar.12 ; ἐλπίδος AP9.411 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 764] (s. κρέμαμαι), daran, davon herabhangen, Hippocr.; übertr., abhangen, ἐξ ὧν ἀνάγκη τὸ θνητὸν πᾶν ζῶον ἐκκρεμάμενον εἶναι Plat. Legg. V, 733 a; ἐλπίδος ἐκκρέμαται, er hängt sich an eine Hoffnung, giebt sich ihr hin, Maec. 1a (IX, 411); ἐκκρεμασθεὶς τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plut. Mar. 12. S. das Folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρέμαμαι: παθ., κρέμαμαι ἔκ τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· μετὰ γεν., εἶμαι ἐξηρτημένος ἔκ τινος, Πλάτ. Ἴων 536Α. ΙΙ. ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, ἐξ ἐπιθυμιῶν ὁ αὐτ. Νόμ. 732Ε· τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Πλουτ. Μάρ. 12· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. 9. 411.
French (Bailly abrégé)
être suspendu ; fig. τινος à (un désir, une espérance), se rattacher à, etc.
Étymologie: ἐκ, κρέμαμαι.