ῥύδην: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥύδην''': [ῠ], Ἐπίρρ. (ῥέω) «σφοδρῶς καὶ ἀθρόως· [[οὕτως]] Κρατῖνος» Φώτ. ἐν λέξει, ὡς λέγομεν νῦν «τρεχᾶτα», κατὰ ῥοήν, ὡς ῥέει τὸ [[ῥεῦμα]], ἐν εἴδει ὁρμητικῆς ῥοῆς, ἐντόνως καὶ [[ῥύδην]] ἐλαυνόντων Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ. Πρβλ. [[ῥύβδην]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥύδην]]· εὐκόλως, ἢ ἀθρόως ἐπιτρέχοντες».
|lstext='''ῥύδην''': [ῠ], Ἐπίρρ. (ῥέω) «σφοδρῶς καὶ ἀθρόως· [[οὕτως]] Κρατῖνος» Φώτ. ἐν λέξει, ὡς λέγομεν νῦν «τρεχᾶτα», κατὰ ῥοήν, ὡς ῥέει τὸ [[ῥεῦμα]], ἐν εἴδει ὁρμητικῆς ῥοῆς, ἐντόνως καὶ [[ῥύδην]] ἐλαυνόντων Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ. Πρβλ. [[ῥύβδην]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ῥύδην]]· εὐκόλως, ἢ ἀθρόως ἐπιτρέχοντες».
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec affluence, en foule, abondamment.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]], -δην.
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύδην Medium diacritics: ῥύδην Low diacritics: ρύδην Capitals: ΡΥΔΗΝ
Transliteration A: rhýdēn Transliteration B: rhydēn Transliteration C: rydin Beta Code: r(u/dhn

English (LSJ)

[ῠ], Adv., (ῥέω)

   A flowingly, i.e. abundantly, lavishly, Cratin. 441, Plu.Sull.21, Caes.29, Luc.39, Eun.VSp.489B., etc.: cf. ῥύβδην.

German (Pape)

[Seite 850] adv., fließend, zufließend, überflüssig, reichlich, in Menge; Hippon. frg. 20 bei Ath. VII, 304 b. wo υ lang ist, u. Welcker daher ῥύδδην, wie ἄδδην für ἄδην zu lesen vorschlug; Sp., καὶ ἀγεληδόν, vgl. ῥύβδην, – auch = mit Geräusch.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (ῥέω) «σφοδρῶς καὶ ἀθρόως· οὕτως Κρατῖνος» Φώτ. ἐν λέξει, ὡς λέγομεν νῦν «τρεχᾶτα», κατὰ ῥοήν, ὡς ῥέει τὸ ῥεῦμα, ἐν εἴδει ὁρμητικῆς ῥοῆς, ἐντόνως καὶ ῥύδην ἐλαυνόντων Πλουτ. Σύλλ. 21, κτλ. Πρβλ. ῥύβδην. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύδην· εὐκόλως, ἢ ἀθρόως ἐπιτρέχοντες».

French (Bailly abrégé)

adv.
avec affluence, en foule, abondamment.
Étymologie: ῥέω, -δην.