μετοικεσία: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετοικεσία''': ἡ, = [[μετοικία]] Ι, Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἡ [[αἰχμαλωσία]] καὶ ὁ μετοικισμὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΔ΄, 16), Καιν. Διαθ.· - μετοικέσιον, τό, «τὸ ἐκ τόπου εἰς τόπον οἰκῆσαι» Ἡσύχ.
|lstext='''μετοικεσία''': ἡ, = [[μετοικία]] Ι, Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἡ [[αἰχμαλωσία]] καὶ ὁ μετοικισμὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΔ΄, 16), Καιν. Διαθ.· - μετοικέσιον, τό, «τὸ ἐκ τόπου εἰς τόπον οἰκῆσαι» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> changement de résidence, émigration;<br /><b>2</b> déportation, transportation.<br />'''Étymologie:''' [[μετοικέω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικεσία Medium diacritics: μετοικεσία Low diacritics: μετοικεσία Capitals: ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ
Transliteration A: metoikesía Transliteration B: metoikesia Transliteration C: metoikesia Beta Code: metoikesi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = μετοικία 1, esp. of the captivity of the Jews, LXX 4 Ki.24.16; ἡ μ. Βαβυλῶνος Ev.Matt.1.11; also πλεόνων μ. 'the land o' the leal', AP7.731 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 161] ἡ, das Umziehen, das Ausziehen aus einem Orte nach einem andern hin, Sp.; das Wohnen als Fremder an einem Orte, als μέτοικος, Βαβυλῶνος, Matth. 1, 11; vgl. Leon. Tar. 79 (VII, 731).

Greek (Liddell-Scott)

μετοικεσία: ἡ, = μετοικία Ι, Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἡ αἰχμαλωσία καὶ ὁ μετοικισμὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΔ΄, 16), Καιν. Διαθ.· - μετοικέσιον, τό, «τὸ ἐκ τόπου εἰς τόπον οἰκῆσαι» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 changement de résidence, émigration;
2 déportation, transportation.
Étymologie: μετοικέω.