μετοικία
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
ἡ,
A change of abode, removal, migration, Th.1.2 (pl.); of the Jewish captivity, LXX Je.20.4.
II settlement or residence in a foreign city, A.Eu.1018 (lyr.), Pl.Lg.850c; μ. ἡ ἄνω sojourn in the upper world, S.Ant.890.
2 status and rights of a μέτοικος, Lys.6.49.
German (Pape)
[Seite 161] ἡ, das Mitwohnen an einem Orte, Aesch. Eum. 972; μετοικίας τῆς ἄνω στερήσεται, Soph. Ant. 881; Thuc. 1, 2; Plat. Legg. VIII, 850 e; Xen. Vect. 2, 7; Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. cohabitation, habitation ou résidence commune avec;
II. 1 émigration :
2 établissement d'un étranger dans une cité;
3 situation et droits d'un étranger domicilié.
Étymologie: μέτοικος.
Russian (Dvoretsky)
μετοικία: ἡ
1 переселение Thuc.;
2 поселение (на правах чужеземца): τῆς μετοικίας χρόνος Plat. время поселения;
3 предоставление убежища (чужеземцу): ἕνεκα τῆς μετοικίας Lys. (в благодарность) за предоставленное убежище;
4 совместная жизнь, общение: μετοικίας τῆς ἄνω στερήσεται Soph. (Антигона) лишится общения с наземным миром, т. е. умрет.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικία: ἡ, μεταβολὴ ἢ ἀλλαγὴ κατοικίας, μετοίκησις, μετανάστασις, Θουκ. 1. 2. ΙΙ. τὸ νὰ ἐγκατασταθῇ τις ἔν τινι τόπῳ ὡς μέτοικος, ἐγκατάστασις ἢ διαμονὴ ἐν ξένῃ πόλει, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1017, Πλάτ. Νόμ. 850C· - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 890· μετοικίας δ’ οὖν τῆς ἄνω στερήσεται, πρβλ. μέτοικος ΙΙ. 1. 2) ἡ κατάστασις καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ μετοίκου, Λυσ. 107. 31.
Greek Monolingual
μετοικία, ἡ (ΑΜ) μετοικώ
1. αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας, μετοίκηση
2. το να φεύγει κάποιος από τον τόπο διαμονής του και να εγκαθίσταται σε ξένη χώρα ως μέτοικος
νεοελλ.
η μετανάστευση και η προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση αλλοεθνών μεταναστών, σε σχέση με τη χώρα προορισμού τους, σε αντιδιαστολή με την αποδημία, που αναφέρεται ως προς τη χώρα προέλευσής τους
μσν.
συνεκδ. τόπος εγκατάστασης μετοίκων
αρχ.
1. η κατάσταση και τα δικαιώματα του μετοίκου
2. εξορία.
Greek Monotonic
μετοικία: ἡ,
I. αλλαγή κατοικίας, μετακίνηση, μετανάστευση, σε Θουκ.
II. αποικισμός ως μέτοικος, εγκατάσταση ή διαμονή σε ξένη πόλη, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Middle Liddell
[from μετοικέω
I. change of abode, removal, migration, Thuc.
II. a settling as μέτοικος, settlement or residence in a foreign city, Aesch., etc.