ἐντυπάς: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντῠπάς''': Ἐπίρρ. μόνον ἐν Ἰλ. Ω 163· ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (περὶ τοῦ Πριάμου ἐν τῇ θλίψει [[αὐτοῦ]]), «ἐντυπωδῶς, ἐντετυπωμένως τῷ ἱματίῳ, [[ὥστε]] δι’ [[αὐτοῦ]] σώματος μόνον τύπον φαίνεσθαι, καὶ διὰ τοῦ σκέποντος ὁρᾶσθαι τὸν τοῦ σκεπομένου τύπον» (Εὐστ.), «[[οὕτως]] φησὶν αὐτὸν κεκαλύφθαι τῇ χλανίδι ἐν τετυπωμένοις ἱματίοις ὅλον τὸ [[σῶμα]], [[ὥστε]] μόνον τῶν μελῶν τύπον φαίνεσθαι» (Σχόλ.)· τὴν φράσιν τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. (Α. 264) ἐντυπὰς ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος γοάασκεν, πρβλ. καὶ Β. 861, καὶ Κόϊντ. Σμ. 5. 530. Ἴδε Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἐντῠπάς''': Ἐπίρρ. μόνον ἐν Ἰλ. Ω 163· ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (περὶ τοῦ Πριάμου ἐν τῇ θλίψει [[αὐτοῦ]]), «ἐντυπωδῶς, ἐντετυπωμένως τῷ ἱματίῳ, [[ὥστε]] δι’ [[αὐτοῦ]] σώματος μόνον τύπον φαίνεσθαι, καὶ διὰ τοῦ σκέποντος ὁρᾶσθαι τὸν τοῦ σκεπομένου τύπον» (Εὐστ.), «[[οὕτως]] φησὶν αὐτὸν κεκαλύφθαι τῇ χλανίδι ἐν τετυπωμένοις ἱματίοις ὅλον τὸ [[σῶμα]], [[ὥστε]] μόνον τῶν μελῶν τύπον φαίνεσθαι» (Σχόλ.)· τὴν φράσιν τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. (Α. 264) ἐντυπὰς ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος γοάασκεν, πρβλ. καὶ Β. 861, καὶ Κόϊντ. Σμ. 5. 530. Ἴδε Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en s’enveloppant <i>ou</i> en se roulant dans qch de manière à mouler les formes du corps.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τύπος]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντῠπάς Medium diacritics: ἐντυπάς Low diacritics: εντυπάς Capitals: ΕΝΤΥΠΑΣ
Transliteration A: entypás Transliteration B: entypas Transliteration C: entypas Beta Code: e)ntupa/s

English (LSJ)

Adv., once in Hom., Il.24.163 ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (of Priam in his grief) lying wrapt up in his mantle so closely

   A as to show the contour of his limbs (τύπος), cf. Sch.ad loc., Hsch.; ἐ. ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος A.R.1.264, cf. 2.861, Q.S.5.530, Epic.in Arch.Pap.7p.3.

German (Pape)

[Seite 859] adv., Homer einmal, Iliad. 24, 163 ὁ δ' ἐν μέσσοισι γεραιὸς ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος, nach Aristarch = so eingehüllt, daß man durch das Gewand die Form des Leibes sah, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἐν ἴσῳ τῷ ἐντυπαδίῳ, ὥστε διὰ τοῦ ἱματίου τὸν τοῦ σώματος τύπον φαίνεσθαι; Apoll. Rhod. 1, 264. 2, 861 Quint. Sm. 5, 530. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 69, 24 Ioann. Alexandrin. p. 38, 12 Hesych. u. d. a. Lexicogr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντῠπάς: Ἐπίρρ. μόνον ἐν Ἰλ. Ω 163· ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (περὶ τοῦ Πριάμου ἐν τῇ θλίψει αὐτοῦ), «ἐντυπωδῶς, ἐντετυπωμένως τῷ ἱματίῳ, ὥστε δι’ αὐτοῦ σώματος μόνον τύπον φαίνεσθαι, καὶ διὰ τοῦ σκέποντος ὁρᾶσθαι τὸν τοῦ σκεπομένου τύπον» (Εὐστ.), «οὕτως φησὶν αὐτὸν κεκαλύφθαι τῇ χλανίδι ἐν τετυπωμένοις ἱματίοις ὅλον τὸ σῶμα, ὥστε μόνον τῶν μελῶν τύπον φαίνεσθαι» (Σχόλ.)· τὴν φράσιν τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. (Α. 264) ἐντυπὰς ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος γοάασκεν, πρβλ. καὶ Β. 861, καὶ Κόϊντ. Σμ. 5. 530. Ἴδε Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

adv.
en s’enveloppant ou en se roulant dans qch de manière à mouler les formes du corps.
Étymologie: ἐν, τύπος.