συγκατάγω: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατάγω''': μέλλ. -ξω, [[κατάγω]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2, Μετεωρ. 3. 1, 8. 2) βοηθῶ εἰς τὸ νὰ ἐπαναφέρῃ τις τινα, τὸν τύραννον Ἀριστοφ. Θεσμ. 339, πρβλ. Ἰσοκρ. 349D· τὸν δῆμον Αἰσχίν. 38. 21· ἐκ τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἐπιστ. 333Ε.
|lstext='''συγκατάγω''': μέλλ. -ξω, [[κατάγω]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2, Μετεωρ. 3. 1, 8. 2) βοηθῶ εἰς τὸ νὰ ἐπαναφέρῃ τις τινα, τὸν τύραννον Ἀριστοφ. Θεσμ. 339, πρβλ. Ἰσοκρ. 349D· τὸν δῆμον Αἰσχίν. 38. 21· ἐκ τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἐπιστ. 333Ε.
}}
{{bailly
|btext=contribuer à ramener.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατάγω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατάγω Medium diacritics: συγκατάγω Low diacritics: συγκατάγω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΓΩ
Transliteration A: synkatágō Transliteration B: synkatagō Transliteration C: sygkatago Beta Code: sugkata/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A bring down along with or together, Arist.HA 620b18, Mete.371a12; bring with one to port, PHib.1.49.5 (iii B.C.).    2 join in bringing back, τὸν τύραννον Ar.Th.339, cf. Isoc. 16.13; τὸν Διόνυσον (at the Καταγώγια, q.v.); τὸν δῆμον Aeschin.2.78; from exile, Pl.Ep.333e.

German (Pape)

[Seite 964] (s. ἄγω), mit herab- oder herunterführen, mit zurückbringen, τύραννον, Ar. Thesm. 339; ins Vaterland Verbannte Plat. Ep. VII, 333 e.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατάγω: μέλλ. -ξω, κατάγω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2, Μετεωρ. 3. 1, 8. 2) βοηθῶ εἰς τὸ νὰ ἐπαναφέρῃ τις τινα, τὸν τύραννον Ἀριστοφ. Θεσμ. 339, πρβλ. Ἰσοκρ. 349D· τὸν δῆμον Αἰσχίν. 38. 21· ἐκ τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἐπιστ. 333Ε.

French (Bailly abrégé)

contribuer à ramener.
Étymologie: σύν, κατάγω.