καθαιμακτός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθαιμακτός''': -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, [[αἱματηρός]], τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358. | |lstext='''καθαιμακτός''': -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, [[αἱματηρός]], τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιμάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
όν,
A bloodstained, φόνος E.Or.1358 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1279] blutbefleckt, τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτόν Eur. Or. 1358. Von
Greek (Liddell-Scott)
καθαιμακτός: -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, αἱματηρός, τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: καθαιμάσσω.