ἔντριχος: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔντρῐχος''': -ον, [[πλήρης]] τριχῶν, «μαλλιαρός», Ἀνθ. Π. 14. 62· [[μετὰ]] τῶν τριχῶν, δέρμα Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 634. ΙΙ. τὸ ἔντριχον, [[προκόμιον]] προσθετόν, [[φενάκη]], «περοῦκα», [[Πολυδ]]. Β΄, 30. | |lstext='''ἔντρῐχος''': -ον, [[πλήρης]] τριχῶν, «μαλλιαρός», Ἀνθ. Π. 14. 62· [[μετὰ]] τῶν τριχῶν, δέρμα Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 634. ΙΙ. τὸ ἔντριχον, [[προκόμιον]] προσθετόν, [[φενάκη]], «περοῦκα», [[Πολυδ]]. Β΄, 30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />chevelu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θρίξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hairy, AP14.62, Sm.Ps.67(68).22; with the hair on, δέρμα Tz.ad Lyc.634. II Subst., τὸ ἔ. wig. Poll.2.30. III ἔντριχον· ἀσθενές, Hsch.
German (Pape)
[Seite 858] mit Haaren versehen, Aenigm. 23 (XIV, 62); – τὸ ἔντριχον, nach VLL. eine Art Perücke, falsches Haar, bei Poll. 2, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντρῐχος: -ον, πλήρης τριχῶν, «μαλλιαρός», Ἀνθ. Π. 14. 62· μετὰ τῶν τριχῶν, δέρμα Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 634. ΙΙ. τὸ ἔντριχον, προκόμιον προσθετόν, φενάκη, «περοῦκα», Πολυδ. Β΄, 30.