ἐντόπιος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντόπιος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, θεοὶ ἐντόπιοι = ἐγχώριοι, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D· πόλεμοι ἐντόπιοι, ἐμφύλιοι, Διον. Ἁλ. 8. 83· ἡ [[ἐντόπιος]] [[ἱστορία]] Διογ. Λ. 7. 35.
|lstext='''ἐντόπιος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, θεοὶ ἐντόπιοι = ἐγχώριοι, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D· πόλεμοι ἐντόπιοι, ἐμφύλιοι, Διον. Ἁλ. 8. 83· ἡ [[ἐντόπιος]] [[ἱστορία]] Διογ. Λ. 7. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />local, du pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τόπος]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντόπιος Medium diacritics: ἐντόπιος Low diacritics: εντόπιος Capitals: ΕΝΤΟΠΙΟΣ
Transliteration A: entópios Transliteration B: entopios Transliteration C: entopios Beta Code: e)nto/pios

English (LSJ)

ον,

   A local, θεοὶ ἐ., = ἐγχώριοι, Pl.Phdr.262d; νόμισμα, πλοιάρια, Peripl.M.Rubr.49,36; πόλεμοι ἐ. civil wars, D.H.8.83; ἡ ἐ. ἱστορία D.L.7.35; ἐντόπιοι local residents, opp. ξένοι, IG5(2).491 (Megalopolis, ii/iii A.D.); opp. Ἀλεξανδρεῖς, PLond.2.192.94 (i A. D.).    2 Medic., local, βάρος Antyll. ap. Aët.9.40.

German (Pape)

[Seite 857] an Ort u. Stelle, einheimisch; θεοὶ ἐντόπιοι, dii indigetes, Plat. Phaedr. 262 d; πόλεμοι, einheimische, Bürgerkriege, D. Hal. 8, 83 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντόπιος: -ον, ὡς καὶ νῦν, θεοὶ ἐντόπιοι = ἐγχώριοι, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D· πόλεμοι ἐντόπιοι, ἐμφύλιοι, Διον. Ἁλ. 8. 83· ἡ ἐντόπιος ἱστορία Διογ. Λ. 7. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
local, du pays.
Étymologie: ἐν, τόπος.