περίπτωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίπτωσις''': ἡ, [[σύμπτωσις]], τυχαῖον συμβάν, περιστατικόν, Ἡλιόδ. 6. 14, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 144, κτλ.· ἀπὸ περιπτώσεως, κατὰ περίπτωσιν ὁ αὐτ. π. Μ. 1. 25., 11. 252· ― παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ νόσων θεραπευομένων ἐμπειρικῶς, [[καταινέω]]... τὸν λογισμόν, ἐάν περ ἐκ περριπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχὴν Ἱππ. 26. 1· [[φιλοσοφία]] κατὰ π. [[ἐπήβολος]] τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 366· [[οὔτε]] [[πεῖρα]] [[οὔτε]] π. Πλούτ. 2. 948C, πρβλ. 440Α.
|lstext='''περίπτωσις''': ἡ, [[σύμπτωσις]], τυχαῖον συμβάν, περιστατικόν, Ἡλιόδ. 6. 14, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 144, κτλ.· ἀπὸ περιπτώσεως, κατὰ περίπτωσιν ὁ αὐτ. π. Μ. 1. 25., 11. 252· ― παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ νόσων θεραπευομένων ἐμπειρικῶς, [[καταινέω]]... τὸν λογισμόν, ἐάν περ ἐκ περριπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχὴν Ἱππ. 26. 1· [[φιλοσοφία]] κατὰ π. [[ἐπήβολος]] τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 366· [[οὔτε]] [[πεῖρα]] [[οὔτε]] π. Πλούτ. 2. 948C, πρβλ. 440Α.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />conjoncture, accident.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτωσις Medium diacritics: περίπτωσις Low diacritics: περίπτωσις Capitals: ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: períptōsis Transliteration B: periptōsis Transliteration C: periptosis Beta Code: peri/ptwsis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ,

   A encountering, falling into the earth's shadow, Cleom.2.6.    II = foreg., S.E.P.1.144(pl.), Hld.6.14, etc. ; ἀπὸ περιπτώσεως S.E.M.1.25.    III experience, ξυγκαταινέω . . τὸν λογισμόν, ἤνπερ ἐκ περιπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχήν Hp.Praec.1 ; οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plu.2.918ctit. ; ἄλογος τριβὴ καὶ π. ib.44oa ; κατὰ περίπτωσιν ἐγνωσμένον Stoic.2.29, al., cf. Phld.Rh.2.164S., Diog.Oen.10 (pl.).

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, Zufall, Ereigniß, Gelegenheit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, τυχαῖον συμβάν, περιστατικόν, Ἡλιόδ. 6. 14, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 144, κτλ.· ἀπὸ περιπτώσεως, κατὰ περίπτωσιν ὁ αὐτ. π. Μ. 1. 25., 11. 252· ― παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ νόσων θεραπευομένων ἐμπειρικῶς, καταινέω... τὸν λογισμόν, ἐάν περ ἐκ περριπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχὴν Ἱππ. 26. 1· φιλοσοφία κατὰ π. ἐπήβολος τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 366· οὔτε πεῖρα οὔτε π. Πλούτ. 2. 948C, πρβλ. 440Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
conjoncture, accident.
Étymologie: περιπίπτω.