ἐμμαπέως: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμᾰπέως''': ἐπίρρ. «ἐνεργῶς, [[ταχέως]], ἑτοίμως, σπουδαίως, [[μετὰ]] σπουδῆς» (Σχόλ.)· [[ἐμμαπέως]] ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 836· ὑπάκουσε Ὀδ. Ξ. 485· [[ὑπέδεκτο]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 442. [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ ἅμα τῷ εἰπεῖν: ἄλλοι [[κάλλιον]] ἐκ τοῦ [[μαπέειν]], δράττεσθαι προθύμως.
|lstext='''ἐμμᾰπέως''': ἐπίρρ. «ἐνεργῶς, [[ταχέως]], ἑτοίμως, σπουδαίως, [[μετὰ]] σπουδῆς» (Σχόλ.)· [[ἐμμαπέως]] ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 836· ὑπάκουσε Ὀδ. Ξ. 485· [[ὑπέδεκτο]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 442. [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ ἅμα τῷ εἰπεῖν: ἄλλοι [[κάλλιον]] ἐκ τοῦ [[μαπέειν]], δράττεσθαι προθύμως.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />vite, rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μαπέειν]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμᾰπέως Medium diacritics: ἐμμαπέως Low diacritics: εμμαπέως Capitals: ΕΜΜΑΠΕΩΣ
Transliteration A: emmapéōs Transliteration B: emmapeōs Transliteration C: emmapeos Beta Code: e)mmape/ws

English (LSJ)

Adv., (μαπέειν)

   A quickly, hastily, ἐ. ἀπόρουσε Il.5.836; ὑπάκουσε Od.14.485, h.Ven.180; ὑπέδεκτο Hes.Sc.442.

German (Pape)

[Seite 807] (μάρπτω, μαπεῖν, also im Griff, schnell zugreifend), sofort, sogleich, rasch; ἀπόρουσε Il. 5, 836; ὑπάκουσε Od. 14, 485; h. Ven. 118; ὑπέδεκτο Hes. Sc. 442. – Andere leiteten es von ἅμα τῷ ἔπει ab.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμᾰπέως: ἐπίρρ. «ἐνεργῶς, ταχέως, ἑτοίμως, σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς» (Σχόλ.)· ἐμμαπέως ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 836· ὑπάκουσε Ὀδ. Ξ. 485· ὑπέδεκτο Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 442. Κατὰ τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ ἅμα τῷ εἰπεῖν: ἄλλοι κάλλιον ἐκ τοῦ μαπέειν, δράττεσθαι προθύμως.

French (Bailly abrégé)

adv.
vite, rapidement.
Étymologie: ἐν, μαπέειν.