ἀσκάντης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκάντης''': -ου, ὁ κράβατος, [[κλινίδιον]] εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. [[φέρετρον]], νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634.
|lstext='''ἀσκάντης''': -ου, ὁ κράβατος, [[κλινίδιον]] εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. [[φέρετρον]], νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />grabat.<br />'''Étymologie:''' DELG ? ; terme prob. populaire.
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκάντης Medium diacritics: ἀσκάντης Low diacritics: ασκάντης Capitals: ΑΣΚΑΝΤΗΣ
Transliteration A: askántēs Transliteration B: askantēs Transliteration C: askantis Beta Code: a)ska/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A pallet, Ar.Nu.633, Luc.Lex.6.    II bier, AP 7.634 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 370] ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου εἶδος ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκάντης: -ου, ὁ κράβατος, κλινίδιον εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. φέρετρον, νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grabat.
Étymologie: DELG ? ; terme prob. populaire.