ἀνιπτόπους: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνιπτόπους''': ὁ, ἡ, γεν. -ποδος, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίπτους, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 235· περὶ τῶν ἐν Δωδώνῃ ἱερέων τοῦ [[Διός]], οἵτινες φαίνεται ὅτι ἦσαν [[εἶδος]] ἀσκητῶν, Heyne Ἰλ. τόμ. 7. 288· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιπτόποδες· δι’ ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι»· ― ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 16 ἀποκαλεῖ τοὺς παρασίτους ἀνιπτόποδας, οὗτοι ἀνιπτόποδες... ἀνόσιοι λάρυγγες· ― ὁ Νόνν. ἐν Διον. 40. 285 δίδει τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῆς Μεγ. Ἄρκτ., πρβλ. Ὀδ. Ε. 273. | |lstext='''ἀνιπτόπους''': ὁ, ἡ, γεν. -ποδος, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίπτους, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 235· περὶ τῶν ἐν Δωδώνῃ ἱερέων τοῦ [[Διός]], οἵτινες φαίνεται ὅτι ἦσαν [[εἶδος]] ἀσκητῶν, Heyne Ἰλ. τόμ. 7. 288· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιπτόποδες· δι’ ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι»· ― ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 16 ἀποκαλεῖ τοὺς παρασίτους ἀνιπτόποδας, οὗτοι ἀνιπτόποδες... ἀνόσιοι λάρυγγες· ― ὁ Νόνν. ἐν Διον. 40. 285 δίδει τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῆς Μεγ. Ἄρκτ., πρβλ. Ὀδ. Ε. 273. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ποδος (ὁ, ἡ)<br />dont les pieds ne sont pas lavés.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνιπτος]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A with unwashen feet, epith. of the Σελλοί, Dodonaean priests of Zeus, Il.16.235, cf. BCH7.276 (Lydia); applied to parasites by Eub.139; to the Great Bear, as metuens aequore tingi, by Nonn.D.40.285.
German (Pape)
[Seite 238] οδος, mit ungewaschenen Füßen, Σελλοί Il. 16, 235, scheint ihre harte Lebensweise zu bezeichnen; vgl. Philostr. Imagg. 33; vom Parasiten, Eubul. Ath. III, 115 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιπτόπους: ὁ, ἡ, γεν. -ποδος, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίπτους, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 235· περὶ τῶν ἐν Δωδώνῃ ἱερέων τοῦ Διός, οἵτινες φαίνεται ὅτι ἦσαν εἶδος ἀσκητῶν, Heyne Ἰλ. τόμ. 7. 288· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιπτόποδες· δι’ ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι»· ― ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 16 ἀποκαλεῖ τοὺς παρασίτους ἀνιπτόποδας, οὗτοι ἀνιπτόποδες... ἀνόσιοι λάρυγγες· ― ὁ Νόνν. ἐν Διον. 40. 285 δίδει τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῆς Μεγ. Ἄρκτ., πρβλ. Ὀδ. Ε. 273.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ, ἡ)
dont les pieds ne sont pas lavés.
Étymologie: ἄνιπτος, πούς.