ἐξαρτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαρτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - συμπληρῶ, τελειώνω, ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτῆσαι τὰς ἡμέρας Πράξεις Ἀποστ. κα΄, 5. ΙΙ. τελειώνω [[οἰκοδόμημα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2208· ἐξ. πλοῖα, παρασκευάζειν [[προσηκόντως]], ἐφοπλίζειν, Ἀρρ. Περίπλους Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 11. - Παθ., εἶμαι ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, [[σῖτος]] [[αὐτόθι]] σ. 8· πρὸς πᾶν [[ἔργον]] ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος πρὸς Τιμόθ. Β΄, Ἐπιστ. γ΄, 17: - Μέσ., προμηθεύομαί τι, ἐφοδιάζομαι μέ τι, καὶ τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α, 33.
|lstext='''ἐξαρτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - συμπληρῶ, τελειώνω, ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτῆσαι τὰς ἡμέρας Πράξεις Ἀποστ. κα΄, 5. ΙΙ. τελειώνω [[οἰκοδόμημα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2208· ἐξ. πλοῖα, παρασκευάζειν [[προσηκόντως]], ἐφοπλίζειν, Ἀρρ. Περίπλους Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 11. - Παθ., εἶμαι ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, [[σῖτος]] [[αὐτόθι]] σ. 8· πρὸς πᾶν [[ἔργον]] ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος πρὸς Τιμόθ. Β΄, Ἐπιστ. γ΄, 17: - Μέσ., προμηθεύομαί τι, ἐφοδιάζομαι μέ τι, καὶ τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α, 33.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> mettre en état ; <i>Pass.</i> être préparé;<br /><b>2</b> compléter, accomplir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξαρτίζομαι (<i>pqp. 3ᵉ sg.</i> ἐξήρτιστο) se pourvoir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀρτίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρτίζω Medium diacritics: ἐξαρτίζω Low diacritics: εξαρτίζω Capitals: ΕΞΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: exartízō Transliteration B: exartizō Transliteration C: eksartizo Beta Code: e)carti/zw

English (LSJ)

   A complete, finish, τὰς ἡμέρας Act.Ap.21.5; finish a building, IG12(2).538 (Mytilene); [βιβλία] POxy.296.7 (i A. D.):—Pass., πόδες (sc. τραπέζης) ἕως τῶν κάτω τελέως -ισμένοι J.AJ3.6.6.    II equip and dispatch, σκάφας εἰς . . Peripl.M.Rubr.33:—Pass., πλοῖα, γένη, ib.19,14; simply, equip, ναῦς -ισμένας D.S.19.77; furnish, supply, Wilcken Chr.176.10 (i A. D.):— Pass., ἐξηρτισμένον ἅπασι completely furnished, PAmh.2.93.8 (ii A. D.); πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος 2 Ep.Ti.3.17: c. acc., provide oneself with, τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Luc.VH1.33.

German (Pape)

[Seite 873] vollständig machen, vollenden, Sp.; bes. pass., ἐξήρτιστο, er hatte sich versehen, ausgerüstet, Luc. V. H. 1, 33; ἐξηρτισμένος πρός τι, bes. auch πλοῖα, ausgerüstet, befrachtet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - συμπληρῶ, τελειώνω, ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτῆσαι τὰς ἡμέρας Πράξεις Ἀποστ. κα΄, 5. ΙΙ. τελειώνω οἰκοδόμημα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2208· ἐξ. πλοῖα, παρασκευάζειν προσηκόντως, ἐφοπλίζειν, Ἀρρ. Περίπλους Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 11. - Παθ., εἶμαι ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, σῖτος αὐτόθι σ. 8· πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος πρὸς Τιμόθ. Β΄, Ἐπιστ. γ΄, 17: - Μέσ., προμηθεύομαί τι, ἐφοδιάζομαι μέ τι, καὶ τὰ ἄλλα ἐξήρτιστο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α, 33.

French (Bailly abrégé)

1 mettre en état ; Pass. être préparé;
2 compléter, accomplir;
Moy. ἐξαρτίζομαι (pqp. 3ᵉ sg. ἐξήρτιστο) se pourvoir de, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀρτίζω.