Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλαστός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλαστός''': -ή, -όν, ([[πλάσσω]]) ὁ πλασθείς, σχηματισθείς, [[μάλιστα]] ἐκ πηλοῦ ἢ κηροῦ, Ἡσ. Θεογ. 513, Πλάτ. Σοφιστ. 219Α, κτλ.· πλ. ἐκ γαίης Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 3· πλ. εἰκὼν [[ἄγαλμα]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς ζωγραφίαν, Πλουτ. Ἀγησ. 2., 2. 215Α. ΙΙ. μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, ψευδής, ἐκ πλαστοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 68· πλ. βακχεῖαι, πλασταὶ ἐμπνεύσεις, Εὐρ. Βάκχ. 218· πλ. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι Ξεν. Ἀγησ. 1. 38· πλαστὸς πατρί, [[ὑποβολιμαῖος]] [[υἱός]], [[νόθος]], Σοφ. Ο. Τ. 780· πλ. [[ἐπιχείρημα]], [[πραγματεία]] ἐπὶ πλαστῆς ὑποθέσεως, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 132, πρβλ. 6. 558· ― Ἐπίρρ. πλαστῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὄντως]], Πλάτ. Σοφιστ. 216C· πρὸς τὸ ἀληθῶς, Νόμ. 642D· πρὸς τὸ φύσει, [[αὐτόθι]] 777D. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λ. [[πλατός]].
|lstext='''πλαστός''': -ή, -όν, ([[πλάσσω]]) ὁ πλασθείς, σχηματισθείς, [[μάλιστα]] ἐκ πηλοῦ ἢ κηροῦ, Ἡσ. Θεογ. 513, Πλάτ. Σοφιστ. 219Α, κτλ.· πλ. ἐκ γαίης Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 3· πλ. εἰκὼν [[ἄγαλμα]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς ζωγραφίαν, Πλουτ. Ἀγησ. 2., 2. 215Α. ΙΙ. μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, ψευδής, ἐκ πλαστοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 68· πλ. βακχεῖαι, πλασταὶ ἐμπνεύσεις, Εὐρ. Βάκχ. 218· πλ. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι Ξεν. Ἀγησ. 1. 38· πλαστὸς πατρί, [[ὑποβολιμαῖος]] [[υἱός]], [[νόθος]], Σοφ. Ο. Τ. 780· πλ. [[ἐπιχείρημα]], [[πραγματεία]] ἐπὶ πλαστῆς ὑποθέσεως, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 132, πρβλ. 6. 558· ― Ἐπίρρ. πλαστῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὄντως]], Πλάτ. Σοφιστ. 216C· πρὸς τὸ ἀληθῶς, Νόμ. 642D· πρὸς τὸ φύσει, [[αὐτόθι]] 777D. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λ. [[πλατός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> façonné, modelé (en argile, en cire, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> feint, imaginé, controuvé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαστός Medium diacritics: πλαστός Low diacritics: πλαστός Capitals: ΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: plastós Transliteration B: plastos Transliteration C: plastos Beta Code: plasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A formed, moulded, esp. in clay or wax, γυνή Hes. Th.513; τὸ π. ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν Pl.Sph.219a ; π. ἐκ γαίης Antiph. 52.3; π. εἰκών statue, opp. painting, Plu.Ages.2.    2 that can easily be moulded, plastic, Arist.Mete.386a27 ; in a thick paste, Thphr.HP9.4.10.    II metaph., fabricated, forged, counterfeit, ἐκ λόγου πλαστοῦ Hdt.1.68; π. βακχεῖαι sham inspirations, E.Ba.218 ; π. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι X.Ages.1.38 ; πλαστὸς πατρί a supposititious son, S.OT 780, cf. Sosith.2.4; π. ἐπιχείρημα hypothetical case, Hermog.Inv.3.11, cf. 15. Adv. -τῶς, opp. ὄντως, Pl.Sph.216c ; opp. ἀληθῶς, Id.Lg.642d ; opp. φύσει, ib.777d ; π. ὀδυρόμενοι feignedly, Phld.Rh.1.381 S.    III v. πλατός.

German (Pape)

[Seite 625] gebildet, geformt, bes. aus Thon, Wachs, Hes. Th. 513; übertr., erdichtet, ersonnen, dah. falsch, unächt, π λαστὸς ὡς εἴην πατρί, Soph. O. R. 780; bei Aesch. Eum. 53, ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, erkl. man gew. »dem man nicht nahen darf, unnahbar (πελαστοῖς, Elmsl. vermuthet πλατοὶς)«, Einige, »nicht künstlich Gemachtes. d. i. Natürliches, Wirkliches«; πλασταῖσι βακχείαισιν, Eur. Bacch. 218; u. in Prosa: μὴ πλαστῶς, ἀλλ' ὄντως φιλόσοφος, Plat. Soph. 216 c; Ggstz von ἀληθῶς, Legg. I, 642; Sp., wie Plut. u. Luc. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πλαστός: -ή, -όν, (πλάσσω) ὁ πλασθείς, σχηματισθείς, μάλιστα ἐκ πηλοῦ ἢ κηροῦ, Ἡσ. Θεογ. 513, Πλάτ. Σοφιστ. 219Α, κτλ.· πλ. ἐκ γαίης Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 3· πλ. εἰκὼν ἄγαλμα ἐν ἀντιθέσει πρὸς ζωγραφίαν, Πλουτ. Ἀγησ. 2., 2. 215Α. ΙΙ. μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, ψευδής, ἐκ πλαστοῦ λόγου Ἡρόδ. 1. 68· πλ. βακχεῖαι, πλασταὶ ἐμπνεύσεις, Εὐρ. Βάκχ. 218· πλ. τὴν φιλίαν παρέχεσθαι Ξεν. Ἀγησ. 1. 38· πλαστὸς πατρί, ὑποβολιμαῖος υἱός, νόθος, Σοφ. Ο. Τ. 780· πλ. ἐπιχείρημα, πραγματεία ἐπὶ πλαστῆς ὑποθέσεως, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 132, πρβλ. 6. 558· ― Ἐπίρρ. πλαστῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὄντως, Πλάτ. Σοφιστ. 216C· πρὸς τὸ ἀληθῶς, Νόμ. 642D· πρὸς τὸ φύσει, αὐτόθι 777D. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λ. πλατός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 façonné, modelé (en argile, en cire, etc.);
2 fig. feint, imaginé, controuvé.
Étymologie: adj. verb. de πλάσσω.