φερέκακος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5. | |lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui supporte la fatigue <i>ou</i> la misère.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[κακόν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A inured to toil or hardship, Plb.3.71.10, 3.79.5.
German (Pape)
[Seite 1261] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. καρτερικός.
Greek (Liddell-Scott)
φερέκᾰκος: -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, φερέπονος, καρτερικός, τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους διαφερόντως... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui supporte la fatigue ou la misère.
Étymologie: φέρω, κακόν.