ὑπέρδικος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρδῐκος''': -ον, ὁ ὑπερβολικῶς [[δίκαιος]], ὁ [[σφόδρα]] [[αὐστηρός]], φυγόντες ὑπέρδικον νέμεσιν Πινδ. Π. 10. 68. ― [[Κατὰ]] Φώτ.· «ὑπέρδικον: τὸν ἀκροδίκαιον καὶ [[σφόδρα]] δίκαιον»· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὰ σκληρὰ γάρ τοι, κἂν ὑπέρδικ’ ᾖ, δάκνει, [[διότι]] οἱ σκληροὶ λόγοι, ὅσον δίκαιοι καὶ ἂν ὦσι, πειράζουσι, Σοφ. Αἴ. 1119. ― Ἐπίρρ. -κως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1396. ΙΙ. ὁ συνηγορῶν ὑπέρ τινος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 86Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρδικοι· συνήγοροι οἱ τὸ δίκαιον ὑπερβαίνοντες».
|lstext='''ὑπέρδῐκος''': -ον, ὁ ὑπερβολικῶς [[δίκαιος]], ὁ [[σφόδρα]] [[αὐστηρός]], φυγόντες ὑπέρδικον νέμεσιν Πινδ. Π. 10. 68. ― [[Κατὰ]] Φώτ.· «ὑπέρδικον: τὸν ἀκροδίκαιον καὶ [[σφόδρα]] δίκαιον»· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὰ σκληρὰ γάρ τοι, κἂν ὑπέρδικ’ ᾖ, δάκνει, [[διότι]] οἱ σκληροὶ λόγοι, ὅσον δίκαιοι καὶ ἂν ὦσι, πειράζουσι, Σοφ. Αἴ. 1119. ― Ἐπίρρ. -κως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1396. ΙΙ. ὁ συνηγορῶν ὑπέρ τινος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 86Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρδικοι· συνήγοροι οἱ τὸ δίκαιον ὑπερβαίνοντες».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait juste.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[δίκη]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδῐκος Medium diacritics: ὑπέρδικος Low diacritics: υπέρδικος Capitals: ΥΠΕΡΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hypérdikos Transliteration B: hyperdikos Transliteration C: yperdikos Beta Code: u(pe/rdikos

English (LSJ)

ον,

   A more than just, severely just, Νέμεσις Pi.P.10.44; of things, κἂν ὑπέρδικ' ᾖ though they be never so just, S.Aj.1119. Adv. -κως A.Ag.1396.    II pleading for another, Sch.Pl.Phd.86e.

German (Pape)

[Seite 1194] 1) überaus gerecht; adv., Aesch. Ag. 1369; Soph. Ai. 1098. – 2) über das Recht waltend, es vertheidigend, beschützend; Νέμεσις, Pind. P. 10, 44; ὁ ὑπέρδικος, der Rechtsbeistand.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδῐκος: -ον, ὁ ὑπερβολικῶς δίκαιος, ὁ σφόδρα αὐστηρός, φυγόντες ὑπέρδικον νέμεσιν Πινδ. Π. 10. 68. ― Κατὰ Φώτ.· «ὑπέρδικον: τὸν ἀκροδίκαιον καὶ σφόδρα δίκαιον»· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὰ σκληρὰ γάρ τοι, κἂν ὑπέρδικ’ ᾖ, δάκνει, διότι οἱ σκληροὶ λόγοι, ὅσον δίκαιοι καὶ ἂν ὦσι, πειράζουσι, Σοφ. Αἴ. 1119. ― Ἐπίρρ. -κως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1396. ΙΙ. ὁ συνηγορῶν ὑπέρ τινος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 86Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρδικοι· συνήγοροι οἱ τὸ δίκαιον ὑπερβαίνοντες».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait juste.
Étymologie: ὑπέρ, δίκη.