σύνδετος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνδετος''': -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος [[ὁμοῦ]], συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων [[ὁμοῦ]] ταύρους, κύνας βοτῆρας [[αὐτόθι]] 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, [[δεσμός]], Εὐρ. Ἴων 1390. | |lstext='''σύνδετος''': -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος [[ὁμοῦ]], συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων [[ὁμοῦ]] ταύρους, κύνας βοτῆρας [[αὐτόθι]] 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, [[δεσμός]], Εὐρ. Ἴων 1390. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a les pieds et les mains liés.<br />'''Étymologie:''' [[συνδέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A bound hand and foot, S.Aj.65, 296. 2 united with, αὐτὰ αὑτοῖς Pl.Plt.279e; τὰ σ. compounds, concrete things, Procl.Inst.157. 3 well knit together, Arist.Phgn. 807b15. II Subst. σύνδετον, τό, band, E.Ion 1390.
German (Pape)
[Seite 1006] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.
Greek (Liddell-Scott)
σύνδετος: -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος ὁμοῦ, συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων ὁμοῦ ταύρους, κύνας βοτῆρας αὐτόθι 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, δεσμός, Εὐρ. Ἴων 1390.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a les pieds et les mains liés.
Étymologie: συνδέω.