δήλωμα: Difference between revisions
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δήλωμα''': τό, [[μέσον]] πρὸς δήλωσιν ἢ φανέρωσιν, Πλάτ. Νόμ. 792Α. κτλ., Πλούτ. Ἠθ. 78Ε, κατὰ πληθ. [[αὐτόθι]] 620, κλ. | |lstext='''δήλωμα''': τό, [[μέσον]] πρὸς δήλωσιν ἢ φανέρωσιν, Πλάτ. Νόμ. 792Α. κτλ., Πλούτ. Ἠθ. 78Ε, κατὰ πληθ. [[αὐτόθι]] 620, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />moyen de faire connaître.<br />'''Étymologie:''' [[δηλόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A a means of making known, τινός Pl.Lg.792a, Plu.2.78e, etc.: pl., ib. 62d.
German (Pape)
[Seite 561] τό, Erklärung, Kundmachung; τοῖς παιδίοις τὸ δ. ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ κα ὶ βοαί Plat. Legg. VII, 792 a; öfter im Crat.; auch im plur., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δήλωμα: τό, μέσον πρὸς δήλωσιν ἢ φανέρωσιν, Πλάτ. Νόμ. 792Α. κτλ., Πλούτ. Ἠθ. 78Ε, κατὰ πληθ. αὐτόθι 620, κλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
moyen de faire connaître.
Étymologie: δηλόω.