καταιβάτης: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταιβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς καταβαίνοντος ἐν βρονταῖς καὶ ἀστραπαῖς, ὁ Jupiter Elicius τῶν Ρωμαίων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 42, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522F, Λυκόφρ. 1370, Παυσ. 5. 14, 10, Κορνοῦτος περὶ Θ. Φύσ. 9·― ὠσαύτως ἐπὶ τῆς βροντῆς [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 359, Λυκόφρ. 382· ― ἀπεδίδετο ὑπὸ τῶν κολάκων Ἀθηναίων εἰς τὸν Δημήτριον, Πλουτ. Δημήτρ. 10. 2) ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ [[ὅστις]] ὡδηγεῖ τὰς ψυχὰς εἰς τὸν ᾍδην, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 649. 3) ἐπὶ τοῦ Ἀχέροντος, ὁ καταβαίνων ὑπὸ τὴν γῆν διὰ καταβόθρας. Εὐρ. Βάκχ. 1360.― Ἐπὶ τούτων τῶν ἐννοιῶν ὁ [[τύπος]] [[καταβάτης]] [[οὐδέποτε]] ἀπαντᾷ· πρβλ. [[καταιβάσιος]], [[καταιβάτις]], κτλ. | |lstext='''καταιβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς καταβαίνοντος ἐν βρονταῖς καὶ ἀστραπαῖς, ὁ Jupiter Elicius τῶν Ρωμαίων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 42, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522F, Λυκόφρ. 1370, Παυσ. 5. 14, 10, Κορνοῦτος περὶ Θ. Φύσ. 9·― ὠσαύτως ἐπὶ τῆς βροντῆς [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 359, Λυκόφρ. 382· ― ἀπεδίδετο ὑπὸ τῶν κολάκων Ἀθηναίων εἰς τὸν Δημήτριον, Πλουτ. Δημήτρ. 10. 2) ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ [[ὅστις]] ὡδηγεῖ τὰς ψυχὰς εἰς τὸν ᾍδην, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 649. 3) ἐπὶ τοῦ Ἀχέροντος, ὁ καταβαίνων ὑπὸ τὴν γῆν διὰ καταβόθρας. Εὐρ. Βάκχ. 1360.― Ἐπὶ τούτων τῶν ἐννοιῶν ὁ [[τύπος]] [[καταβάτης]] [[οὐδέποτε]] ἀπαντᾷ· πρβλ. [[καταιβάσιος]], [[καταιβάτις]], κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui lance la foudre;<br /><b>2</b> qui tombe sur la terre <i>en parl. de la foudre</i>.<br />'''Étymologie:''' *καταιβαίνω, c. [[καταβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, a name of Zeus as
A descending in thunder and lightning, Ar.Pax42, Clearch.9, Lyc.1370, IG2.1659b, 12(3).1360 (Thera), 1093 (Melos), BCH50.245 (Thasos), Ἀρχ.Ἐφ.1924.146 (Thess.), Paus.5.14.10, Corn.ND9: applied by Athenian flattery to Demetrius, Plu.Demetr.10; also κ. κεραυνός, σκηπτός, A.Pr.361, Lyc.382. 2 of Hermes, who led souls down to the nether world, Sch.Ar.Pax649. 3 ofἈχέρων, that to which one descends, downward, E.Ba.1360. 4 of a person, descending underground, Dam. Isid.131. 5 καταιβάται, οἱ, members of a thiasos of worshippers of Dionysus, Inscr.Magn.215a36.--In these senses the form καταβάτης never occurs; cf. καταιβάσιος, καταιβάτις, etc.
Greek (Liddell-Scott)
καταιβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς καταβαίνοντος ἐν βρονταῖς καὶ ἀστραπαῖς, ὁ Jupiter Elicius τῶν Ρωμαίων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 42, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522F, Λυκόφρ. 1370, Παυσ. 5. 14, 10, Κορνοῦτος περὶ Θ. Φύσ. 9·― ὠσαύτως ἐπὶ τῆς βροντῆς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 359, Λυκόφρ. 382· ― ἀπεδίδετο ὑπὸ τῶν κολάκων Ἀθηναίων εἰς τὸν Δημήτριον, Πλουτ. Δημήτρ. 10. 2) ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ ὅστις ὡδηγεῖ τὰς ψυχὰς εἰς τὸν ᾍδην, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 649. 3) ἐπὶ τοῦ Ἀχέροντος, ὁ καταβαίνων ὑπὸ τὴν γῆν διὰ καταβόθρας. Εὐρ. Βάκχ. 1360.― Ἐπὶ τούτων τῶν ἐννοιῶν ὁ τύπος καταβάτης οὐδέποτε ἀπαντᾷ· πρβλ. καταιβάσιος, καταιβάτις, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui lance la foudre;
2 qui tombe sur la terre en parl. de la foudre.
Étymologie: *καταιβαίνω, c. καταβαίνω.