ἀφυβρίζω: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ὑβρίζω]] εἰς κόρον, [[ὥστε]] [[ἀποκάμνω]] πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι [[ὑβριστικός]], ἀλάζων, Μένανδ. ἐν «Παλλάκῃ» 4· ἐπὶ οἴνου, δὲν [[βράζω]] πλέον, δὲν ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6. ΙΙ. ἀφίνω ἐμαυτὸν ἐλεύθερον εἰς ἡδυπαθείας, εἰς τρυφὰς Πλουτ. Δημήτρ. 19. | |lstext='''ἀφυβρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[ὑβρίζω]] εἰς κόρον, [[ὥστε]] [[ἀποκάμνω]] πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι [[ὑβριστικός]], ἀλάζων, Μένανδ. ἐν «Παλλάκῃ» 4· ἐπὶ οἴνου, δὲν [[βράζω]] πλέον, δὲν ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6. ΙΙ. ἀφίνω ἐμαυτὸν ἐλεύθερον εἰς ἡδυπαθείας, εἰς τρυφὰς Πλουτ. Δημήτρ. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀφυβρίσω, <i>att.</i> ἀφυβριῶ, <i>ao.</i> ἀφύβρισα, <i>pf.</i> ἀφύβρικα;<br />se livrer sans retenue, s’abandonner sans mesure (aux plaisir, <i>etc.</i>) <i>avec</i> [[εἰς]] <i>et l’acc.</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὑβρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
A work off youthful passion, sow one's wild oats, Men. 377. 2 of wine, to be done fermenting, Alex.45.4. II give a loose rein to passion, indulge freely, εἰς τρυφάς Plu.Demetr.19; ἀ. ἔς τινα vent upon... Agath.1.20, 4.19.
German (Pape)
[Seite 415] 1) aufbrausen, neben ἀποζέσας Alexis bei Ath. II, 36 d, von einem mit dem Wein verglichenen Jüngling, der zu brausen aufhört; vom Meere, aufhören, stürmisch zu sein, Synes. – 2) seinen Uebermuth od. Unwillen auslassen, εἰς τρυφὰς καὶ πότους Plut. Demetr. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφυβρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ὑβρίζω εἰς κόρον, ὥστε ἀποκάμνω πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ εἶμαι ὑβριστικός, ἀλάζων, Μένανδ. ἐν «Παλλάκῃ» 4· ἐπὶ οἴνου, δὲν βράζω πλέον, δὲν ὑφίσταμαι ζύμωσιν, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 6. ΙΙ. ἀφίνω ἐμαυτὸν ἐλεύθερον εἰς ἡδυπαθείας, εἰς τρυφὰς Πλουτ. Δημήτρ. 19.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφυβρίσω, att. ἀφυβριῶ, ao. ἀφύβρισα, pf. ἀφύβρικα;
se livrer sans retenue, s’abandonner sans mesure (aux plaisir, etc.) avec εἰς et l’acc..
Étymologie: ἀπό, ὑβρίζω.