σχαλίς: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχᾰλίς''': -ίδος, ἡ, «στάλικες δὲ καὶ σχαλίδες καὶ σχαλιδώματα ξύλα ὀρθά, ἐξ ἄκρου διττά, ἱστάμενα μὲν κατὰ τῆς γῆς, τοῖς δὲ δίκροις ἀνέχοντα τοῦς δικτύων βρόχους τε καὶ περιδρόμους» [[Πολυδ]]. Ε΄, 32· σχαλίδες τῶν ἀρκύων τὸ [[μῆκος]] [[δέκα]] παλαιστῶν Ξεν. Κυν. 2, 8., 6, 7. (διάφ. γραφ. [[σταλίς]]).
|lstext='''σχᾰλίς''': -ίδος, ἡ, «στάλικες δὲ καὶ σχαλίδες καὶ σχαλιδώματα ξύλα ὀρθά, ἐξ ἄκρου διττά, ἱστάμενα μὲν κατὰ τῆς γῆς, τοῖς δὲ δίκροις ἀνέχοντα τοῦς δικτύων βρόχους τε καὶ περιδρόμους» [[Πολυδ]]. Ε΄, 32· σχαλίδες τῶν ἀρκύων τὸ [[μῆκος]] [[δέκα]] παλαιστῶν Ξεν. Κυν. 2, 8., 6, 7. (διάφ. γραφ. [[σταλίς]]).
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />pieu fourchu pour soutenir des filets de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]], peu convainquant selon Chantraine.
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχᾰλίς Medium diacritics: σχαλίς Low diacritics: σχαλίς Capitals: ΣΧΑΛΙΣ
Transliteration A: schalís Transliteration B: schalis Transliteration C: schalis Beta Code: sxali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A forked stick used as a prop for nets, etc., X.Cyn.2.8 (σταλ- codd.), 6.7, Poll.5.19,31 sq.; θέντες ἀμίστυλλον ταῦρον ἐπὶ σχαλίδων cj. in Call.Aet.Fr.7.35 P.; cf. στάλιξ.

German (Pape)

[Seite 1053] ίδος, ἡ, eigtl. eine einschenklige Leiter, davon das lat. scala; gew. eine gabelförmige Stütze, eine hölzerne Gabel, die als Stütze unter aufgerichtete Netze gestellt ward, wie σταλίς; auch eine zweizinkige Hacke, Xen. Cyn. 6, 7; vgl. Poll. 5, 31.

Greek (Liddell-Scott)

σχᾰλίς: -ίδος, ἡ, «στάλικες δὲ καὶ σχαλίδες καὶ σχαλιδώματα ξύλα ὀρθά, ἐξ ἄκρου διττά, ἱστάμενα μὲν κατὰ τῆς γῆς, τοῖς δὲ δίκροις ἀνέχοντα τοῦς δικτύων βρόχους τε καὶ περιδρόμους» Πολυδ. Ε΄, 32· σχαλίδες τῶν ἀρκύων τὸ μῆκος δέκα παλαιστῶν Ξεν. Κυν. 2, 8., 6, 7. (διάφ. γραφ. σταλίς).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pieu fourchu pour soutenir des filets de chasse.
Étymologie: σχεῖν, peu convainquant selon Chantraine.