κακονοέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακονοέω''': εἶμαι κακῶς διατεθειμένος κατά τινος, δεικνεύω κακὴν πρόθεσιν [[ἐναντίον]] [[αὐτοῦ]], Λυσ. 182. 18. | |lstext='''κακονοέω''': εἶμαι κακῶς διατεθειμένος κατά τινος, δεικνεύω κακὴν πρόθεσιν [[ἐναντίον]] [[αὐτοῦ]], Λυσ. 182. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῶ;<br />être mal disposé pour, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κακόνοος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be ill-disposed, bear malice, Lys.29.10.
German (Pape)
[Seite 1301] übelgesinnt, feindselig sein, τινί, Lys. 29, 10.
Greek (Liddell-Scott)
κακονοέω: εἶμαι κακῶς διατεθειμένος κατά τινος, δεικνεύω κακὴν πρόθεσιν ἐναντίον αὐτοῦ, Λυσ. 182. 18.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
être mal disposé pour, τινι.
Étymologie: κακόνοος.