στεγαστρίς: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεγαστρίς''': ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς [[κάλυμμα]], διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ [[γεῖσον]], ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ. | |lstext='''στεγαστρίς''': ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς [[κάλυμμα]], διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ [[γεῖσον]], ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui couvre.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A serving for waterproof covering. διφθέραι Hdt. 1.194. II as Subst., prob. roof, OGI109.4 (Antaeopolis, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 932] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.
Greek (Liddell-Scott)
στεγαστρίς: ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς κάλυμμα, διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ γεῖσον, ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
qui couvre.
Étymologie: στεγάζω.