καταδάπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδάπτω''': μέλλ. -δάψω, [[κατεσθίω]], κατασπαράττω, μή με ἔα… κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Ἰλ. Χ. 339· κύνες τε καὶ οιωνοὶ κατέδαψαν Ὀδ. Γ. 259· μεταφ., καταδάπτεται [[ἦτορ]] Π. 92.
|lstext='''καταδάπτω''': μέλλ. -δάψω, [[κατεσθίω]], κατασπαράττω, μή με ἔα… κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Ἰλ. Χ. 339· κύνες τε καὶ οιωνοὶ κατέδαψαν Ὀδ. Γ. 259· μεταφ., καταδάπτεται [[ἦτορ]] Π. 92.
}}
{{bailly
|btext=déchirer, dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δάπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδάπτω Medium diacritics: καταδάπτω Low diacritics: καταδάπτω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΠΤΩ
Transliteration A: katadáptō Transliteration B: katadaptō Transliteration C: katadapto Beta Code: katada/ptw

English (LSJ)

   A devour, μή με ἔα . . κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Il.22.339; κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od.3.259; of fire, consume, Q.S.1.2. Rev.Phil.46.129 (Isaura): metaph., καταδάπτετ' ἀκούοντος φίλον ἦτορ, like δαίεται ἦτορ, Od.16.92.

German (Pape)

[Seite 1345] zerreißen, zerfleischen; κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν Od. 3, 259; καταδάψαι Il. 22, 339; sp. D., wie Qu. Sm. 9, 361. – Uebertr., καταδάπτεται ἦτορ Od. 16, 92.

Greek (Liddell-Scott)

καταδάπτω: μέλλ. -δάψω, κατεσθίω, κατασπαράττω, μή με ἔα… κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν Ἰλ. Χ. 339· κύνες τε καὶ οιωνοὶ κατέδαψαν Ὀδ. Γ. 259· μεταφ., καταδάπτεται ἦτορ Π. 92.

French (Bailly abrégé)

déchirer, dévorer.
Étymologie: κατά, δάπτω.