κατασκευαστέος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασκευαστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ ἢ κάμῃ, Γαλην. 14. 262. ΙΙ. οὐδέτερ., πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ, νὰ κάμῃ, κτλ., τοὺς φύλακας ἀκριβεστέρους λόγῳ καὶ ἔργῳ κ. Πλάτ. Νόμ. 964D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 15, κτλ. | |lstext='''κατασκευαστέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ ἢ κάμῃ, Γαλην. 14. 262. ΙΙ. οὐδέτερ., πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ, νὰ κάμῃ, κτλ., τοὺς φύλακας ἀκριβεστέρους λόγῳ καὶ ἔργῳ κ. Πλάτ. Νόμ. 964D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 15, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[κατασκευάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be prepared or made, X.Ages.1.23, Gal.14.262. II neut., one must prepare, make, etc., Pl.Lg.964d, X.HG3.4.15, etc.; κ. ἔθος πρὸς τὸν ἔμετον Philum. ap. Aët.9.23. 2 one must construct a proof or argument, Aphth.Prog.6, TheonProg.3.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευαστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ ἢ κάμῃ, Γαλην. 14. 262. ΙΙ. οὐδέτερ., πρέπει τις νὰ κατασκευάσῃ, νὰ κάμῃ, κτλ., τοὺς φύλακας ἀκριβεστέρους λόγῳ καὶ ἔργῳ κ. Πλάτ. Νόμ. 964D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 15, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de κατασκευάζω.