ἀκαιρία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαιρία''': ἡ, ἀκαταλληλότης τοῦ καιροῦ, ἀντίθ. τῷ [[εὐκαιρία]], Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· καὶ τῷ [[ἐγκαιρία]], ὁ αὐτ. Πολιτικ. 305D. 2) ἐπὶ κακοκαιρίας βλαβερᾶς εἰς τὴν γεωργίαν, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀκ., ὁ αὐτ. Νόμ. 709Α· τῶν πνευμάτων, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13. 1. 3) ἀντίθ. πρὸς τὸ [[καιρός]], = [[ἔλλειψις]] εὐκαιρίας, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίσαντες, Δημ. 16. 4: [[ὡσαύτως]], [[ἔλλειψις]] χρόνου, Πλούτ. 2. 130Ε. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκαίρου, [[ἔλλειψις]] διακρίσεως, [[ἀδιακρισία]], [[φορτικότης]], Πλάτ. Συμ. 182Α, Θεοφρ. Χαρ. 12.
|lstext='''ἀκαιρία''': ἡ, ἀκαταλληλότης τοῦ καιροῦ, ἀντίθ. τῷ [[εὐκαιρία]], Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· καὶ τῷ [[ἐγκαιρία]], ὁ αὐτ. Πολιτικ. 305D. 2) ἐπὶ κακοκαιρίας βλαβερᾶς εἰς τὴν γεωργίαν, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀκ., ὁ αὐτ. Νόμ. 709Α· τῶν πνευμάτων, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13. 1. 3) ἀντίθ. πρὸς τὸ [[καιρός]], = [[ἔλλειψις]] εὐκαιρίας, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίσαντες, Δημ. 16. 4: [[ὡσαύτως]], [[ἔλλειψις]] χρόνου, Πλούτ. 2. 130Ε. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκαίρου, [[ἔλλειψις]] διακρίσεως, [[ἀδιακρισία]], [[φορτικότης]], Πλάτ. Συμ. 182Α, Θεοφρ. Χαρ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manque d’à-propos, contretemps;<br /><b>2</b> manque de tact, gaucherie, inconvenance;<br /><b>3</b> manque de temps.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκαιρος]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαιρία Medium diacritics: ἀκαιρία Low diacritics: ακαιρία Capitals: ΑΚΑΙΡΙΑ
Transliteration A: akairía Transliteration B: akairia Transliteration C: akairia Beta Code: a)kairi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A unfitness of times, opp. ἐπικαιρία, Democr.26e (pl.); opp. εὐκαιρία, Pl.Phd.272a; opp. ἐγκαιρία, Id.Plt.305d; time of trouble, Lib.Or.59.38.    2 of bad seasons, unseasonableness, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀ. Pl.Lg.709a(pl.); τῶν πνευμάτων Arist.Pr.941b25(pl.).    3 impropriety, Pl.Smp.182a.    4 bad taste in writing, D.H.Dem. 7,al.    5 opp. καιρός, want of opportunity, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ὑμέτερον νομίσαντες D.1.24; want of time, Plu.2.130e.    II of persons, tactlessness, Thphr.Char.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαιρία: ἡ, ἀκαταλληλότης τοῦ καιροῦ, ἀντίθ. τῷ εὐκαιρία, Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· καὶ τῷ ἐγκαιρία, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 305D. 2) ἐπὶ κακοκαιρίας βλαβερᾶς εἰς τὴν γεωργίαν, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀκ., ὁ αὐτ. Νόμ. 709Α· τῶν πνευμάτων, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13. 1. 3) ἀντίθ. πρὸς τὸ καιρός, = ἔλλειψις εὐκαιρίας, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίσαντες, Δημ. 16. 4: ὡσαύτως, ἔλλειψις χρόνου, Πλούτ. 2. 130Ε. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκαίρου, ἔλλειψις διακρίσεως, ἀδιακρισία, φορτικότης, Πλάτ. Συμ. 182Α, Θεοφρ. Χαρ. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque d’à-propos, contretemps;
2 manque de tact, gaucherie, inconvenance;
3 manque de temps.
Étymologie: ἄκαιρος.