δέρρις: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δέρρις''': -εως, ἡ, ([[δέρος]]) βύρσινον [[κάλυμμα]] ἢ [[ἐπένδυμα]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, [[ὅπως]] ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 ([[ἔνθα]] δέρρεις [[εἶναι]] [[καθόλου]] δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα).
|lstext='''δέρρις''': -εως, ἡ, ([[δέρος]]) βύρσινον [[κάλυμμα]] ἢ [[ἐπένδυμα]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, [[ὅπως]] ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 ([[ἔνθα]] δέρρεις [[εἶναι]] [[καθόλου]] δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα).
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />couverture de cuir pour protéger les vaisseaux de guerre, les travailleurs dans un siège.<br />'''Étymologie:''' [[δέρω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέρρις Medium diacritics: δέρρις Low diacritics: δέρρις Capitals: ΔΕΡΡΙΣ
Transliteration A: dérris Transliteration B: derris Transliteration C: derris Beta Code: de/rris

English (LSJ)

εως, ἡ, (Att. form of Δέρσις, cf. δέρω)

   A skin, δ. τριχίνη LXX Za.13.4, cf. AP12.33 (Mel.).    II leathern covering, of a jerkin, Eup.328; of a curtain, Pl.Com.240, Myrtil.1.    III in pl. (sg., Ph.Bel.95.34), screens of skin or hide, hung before fortifications to deaden the enemy's missiles, Th.2.75, Cic.Att.4.19.1, D.S.20.9, Apollod.Poliorc.142.2, Polyaen.3.11.13: generally, curtain, LXXEx. 26.7, al., IG5(1).1390.35 (Andania, i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

δέρρις: -εως, ἡ, (δέρος) βύρσινον κάλυμμαἐπένδυμα, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, ὅπως ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 (ἔνθα δέρρεις εἶναι καθόλου δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
couverture de cuir pour protéger les vaisseaux de guerre, les travailleurs dans un siège.
Étymologie: δέρω.