ἀπρόσβατος: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρόσβᾰτος''': -ον, Δωρ. [[ἀποτίβατος]], ον, [[ἄβατος]], [[ἀπροσπέλαστος]], πέτραι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 5, 1· ἀπότομοι πέτραι καὶ ἀπρόσβατοι Λουκ. Προμ. 1· [[ἀποτίβατος]] ἀγρία [[νοῦσος]], [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἄμαχος]], [[ἀκαταπολέμητος]], Σοφ. Τρ. 1030. | |lstext='''ἀπρόσβᾰτος''': -ον, Δωρ. [[ἀποτίβατος]], ον, [[ἄβατος]], [[ἀπροσπέλαστος]], πέτραι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 5, 1· ἀπότομοι πέτραι καὶ ἀπρόσβατοι Λουκ. Προμ. 1· [[ἀποτίβατος]] ἀγρία [[νοῦσος]], [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἄμαχος]], [[ἀκαταπολέμητος]], Σοφ. Τρ. 1030. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inaccessible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προσβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἀποτίβατος, ον,
A inaccessible, πέτραι Arist.HA563a5, cf. Plu.Alex. 58, Luc.Prom.1; ἀποτίβ. νοῦσος unapproachable, S.Tr.1030 (lyr.), cf. Max.Tyr.18.1.
German (Pape)
[Seite 339] unzugänglich, Plut. Alex. 58; πέτρα Luc. Prom. 1. S. ἀποτίβ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσβᾰτος: -ον, Δωρ. ἀποτίβατος, ον, ἄβατος, ἀπροσπέλαστος, πέτραι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 5, 1· ἀπότομοι πέτραι καὶ ἀπρόσβατοι Λουκ. Προμ. 1· ἀποτίβατος ἀγρία νοῦσος, ἀπροσπέλαστος, ἄμαχος, ἀκαταπολέμητος, Σοφ. Τρ. 1030.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, προσβαίνω.