σκυτοτομικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῡτοτομικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκυτοτόμον, τὸ σκ. [[πλῆθος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 432· ὁ σκ. = ὁ [[σκυτοτόμος]], Πλάτ. Πολ. 443C· ἡ σκυτοτομική (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., [[αὐτόθι]] 333Α, κτλ.· ἡ σκ. [[τέχνη]] Αἰσχίν. 14. 1.
|lstext='''σκῡτοτομικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκυτοτόμον, τὸ σκ. [[πλῆθος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 432· ὁ σκ. = ὁ [[σκυτοτόμος]], Πλάτ. Πολ. 443C· ἡ σκυτοτομική (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = τῷ προηγ., [[αὐτόθι]] 333Α, κτλ.· ἡ σκ. [[τέχνη]] Αἰσχίν. 14. 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de cordonnier ; ὁ [[σκυτοτομικός]] cordonnier ; ἡ σκυτοτομικὴ [[τέχνη]] <i>ou subst.</i> ἡ σκυτοτομική art du cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκυτοτόμος]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτομικός Medium diacritics: σκυτοτομικός Low diacritics: σκυτοτομικός Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: skytotomikós Transliteration B: skytotomikos Transliteration C: skytotomikos Beta Code: skutotomiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a shoemaker, τὸ σ. πλῆθος Ar.Ec.432; ὁ σ.,= ὁ σκυτοτόμος, Pl.R.443c; ἡ -κή (sc. τέχνη), = foreg., ib.333a, etc.; ἡ σ. τέχνη Aeschin.1.97.

German (Pape)

[Seite 909] ή, όν, zum Schuster, zum Schusterhandwerke gehörig; πλῆθος, Ar. Eccl. 432; ὁ σκυτ., der Schuster, Plat. Rep. VI, 443 c; ἡ σκυτοτομική, das Schusterhandwerk, Theaet. 146 c u. öfter, wie Aesch. 1, 97.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκυτοτόμον, τὸ σκ. πλῆθος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 432· ὁ σκ. = ὁ σκυτοτόμος, Πλάτ. Πολ. 443C· ἡ σκυτοτομική (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., αὐτόθι 333Α, κτλ.· ἡ σκ. τέχνη Αἰσχίν. 14. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de cordonnier ; ὁ σκυτοτομικός cordonnier ; ἡ σκυτοτομικὴ τέχνη ou subst. ἡ σκυτοτομική art du cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.