ἀνακόπτω: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακόπτω''': ἀπωθῶ, θυρέων δ’ ἀνέκοπτεν ὀχῆας, «ἀνέκρουεν, ἀνώθει» (Σχόλ.), Ὀδ. Φ. 47. 2) [[ἀποκρούω]] ἐπιτιθέμενον ἐχθρόν, Θουκ. 4. 12. πρβλ. Πλουτ. Καίσαρα 38. 3) ἀν. ναῦν, μεταβάλλειν τὸν δρόμον πλοίου, Κασαυβ. Θεοφρ. Χαρ. 25. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]], [[ἀποτέμνω]], [[ἐκβάλλω]], τὴν [[κεφαλή]], τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 14. 115· τὰς ὄψεις ἀνακοπείς, τυφλωθείς, Φιλόστρ. 664. ΙΙΙ. [[διακόπτω]], «σταματῶ», ἀοιδὴν Κόλουθ. 123: - Παθ. διακόπτομαι, ἐμποδίζομαι, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Λουκ. Ἀλέξ. 57· διακόπτομαι ἐν τῷ λόγῳ, ὁ αὐτ. Νιγρ. 35.
|lstext='''ἀνακόπτω''': ἀπωθῶ, θυρέων δ’ ἀνέκοπτεν ὀχῆας, «ἀνέκρουεν, ἀνώθει» (Σχόλ.), Ὀδ. Φ. 47. 2) [[ἀποκρούω]] ἐπιτιθέμενον ἐχθρόν, Θουκ. 4. 12. πρβλ. Πλουτ. Καίσαρα 38. 3) ἀν. ναῦν, μεταβάλλειν τὸν δρόμον πλοίου, Κασαυβ. Θεοφρ. Χαρ. 25. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]], [[ἀποτέμνω]], [[ἐκβάλλω]], τὴν [[κεφαλή]], τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 14. 115· τὰς ὄψεις ἀνακοπείς, τυφλωθείς, Φιλόστρ. 664. ΙΙΙ. [[διακόπτω]], «σταματῶ», ἀοιδὴν Κόλουθ. 123: - Παθ. διακόπτομαι, ἐμποδίζομαι, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Λουκ. Ἀλέξ. 57· διακόπτομαι ἐν τῷ λόγῳ, ὁ αὐτ. Νιγρ. 35.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> soulever en heurtant : θυρέων ὀχῆας OD soulever les leviers de la porte;<br /><b>2</b> repousser : τινά refouler un assaillant ; <i>Pass.</i> ἀνακόπτεσθαί τινος LUC être arrêté soudainement dans une entreprise ; <i>abs.</i> rester court en parlant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κόπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακόπτω Medium diacritics: ἀνακόπτω Low diacritics: ανακόπτω Capitals: ΑΝΑΚΟΠΤΩ
Transliteration A: anakóptō Transliteration B: anakoptō Transliteration C: anakopto Beta Code: a)nako/ptw

English (LSJ)

   A drive back, push back, θυρέων δ' ἀνέκοπτεν ὀχῆας Od.21.47.    2 beat back an assailant, Th.4.12, cf. Plu.Caes. 38.    3 ἀ. ναῦν check a ship's course, v.l. in Thphr.Char.25.2.    4 return food, διὰ ῥινῶν, εἰς τὰς ῥῖνας, Herod.Med. in Rh.Mus. 58.86, 90 and 96, cf. Aret.SA1.6.    II knock out, τὰς ὄψεις ἀνακοπείς Philostr. Her.Prooem.2.    2 cut from below, Hld.9.18.    3 beat up eggs, Sor.1.222, PMag.Lond.121.180.    III check, stop, ἦχον D.H.Comp. 22; προσδοκίαν Phld.Piet.25; ἀοιδήν Coluth.125:—Pass., to be stopped, restrained, τῆς ὁρμῆς Luc.Alex.57, cf. PFlor.36.3; stop short in a speech, Luc.Nigr.35.    IV Medic., take effect, ἀνακόπτει γὰρ οὕτως ἡ ὠφέλεια Herod.Med. in Rh.Mus.58.92 (fort. διακ., cf. SIG1170.16).

German (Pape)

[Seite 193] zurückschlagen, -stoßen, θυρέων ὀχῆας Od. 21, 47, wie Theocr. 24, 49; ναῦν, dem Schiff eine andere Richtung geben, Theophr. Char. 25; den Feind zurückschlagen, Plut. Ant. 42; Sp. anhalten, hemmen, Coluth. 126; οὕτως ἀνεκόπην τῆς ὁρμῆς, Luc. Alex. 57, ich wurde zurückgehalten von; ἀνεκοπτόμην καὶ ἐξέπιπτον, ich blieb in der Rede stecken, Nigr. 35; einen Fluß, Plut. Caes. 38. – Diod. Sic. 14, 115 τὰς κεφαλάς, den Kopf abhauen, ἀνεκόπη τοὺς ὀφθαλμούς, es wurden ihm die Augen ausgeschlagen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακόπτω: ἀπωθῶ, θυρέων δ’ ἀνέκοπτεν ὀχῆας, «ἀνέκρουεν, ἀνώθει» (Σχόλ.), Ὀδ. Φ. 47. 2) ἀποκρούω ἐπιτιθέμενον ἐχθρόν, Θουκ. 4. 12. πρβλ. Πλουτ. Καίσαρα 38. 3) ἀν. ναῦν, μεταβάλλειν τὸν δρόμον πλοίου, Κασαυβ. Θεοφρ. Χαρ. 25. ΙΙ. ἀποκόπτω, ἀποτέμνω, ἐκβάλλω, τὴν κεφαλή, τοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 14. 115· τὰς ὄψεις ἀνακοπείς, τυφλωθείς, Φιλόστρ. 664. ΙΙΙ. διακόπτω, «σταματῶ», ἀοιδὴν Κόλουθ. 123: - Παθ. διακόπτομαι, ἐμποδίζομαι, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Λουκ. Ἀλέξ. 57· διακόπτομαι ἐν τῷ λόγῳ, ὁ αὐτ. Νιγρ. 35.

French (Bailly abrégé)

1 soulever en heurtant : θυρέων ὀχῆας OD soulever les leviers de la porte;
2 repousser : τινά refouler un assaillant ; Pass. ἀνακόπτεσθαί τινος LUC être arrêté soudainement dans une entreprise ; abs. rester court en parlant.
Étymologie: ἀνά, κόπτω.