ἀμοργίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμοργίς''': -ίδος, ἡ, [[λεπτὸν]] [[λίνον]] ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: [[ἄλοπος]] ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ.
|lstext='''ἀμοργίς''': -ίδος, ἡ, [[λεπτὸν]] [[λίνον]] ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: [[ἄλοπος]] ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />de lin fin (de l’île d’Amorgos) <i>ou</i> de pourpre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀμόργινος]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοργίς Medium diacritics: ἀμοργίς Low diacritics: αμοργίς Capitals: ΑΜΟΡΓΙΣ
Transliteration A: amorgís Transliteration B: amorgis Transliteration C: amorgis Beta Code: a)morgi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A stalks of mallow (Malva silvestris), used like hemp or flax, ἄλοπος ἀ. Ar.Lys.735: acc. ἄμοργιν, v.l. ἀμοργίδα, ib.737. (Perh. from the pr. n. Ἀμοργός as place of growth.)    II proparox. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Hdn.Gr.1.87.

German (Pape)

[Seite 128] ίδος, ἡ, seiner Flachs (auf der Insel Amorgos gebaut); ἄλοπος ἀμ. Ar. Lys. 735; B. A. 210 τοῦ καλάμου τῆς ἀνθήλης τὸ λεπτότατον, ἔοικε δὲ βυσσῷ, vgl. Suid.; auch ein daraus gewebtes Kleid, Poll. 7, 74, s. ἀμόργινος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοργίς: -ίδος, ἡ, λεπτὸν λίνον ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: ἄλοπος ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de lin fin (de l’île d’Amorgos) ou de pourpre.
Étymologie: cf. ἀμόργινος.