βάξις: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βάξις''': -εως, ἡ, ([[βάζω]]), ποιητ. [[ὄνομα]], [[λόγος]], ἰδίως προφορικὸς [[λόγος]], [[λόγιον]], ὡς τὸ [[φήμη]], ἐναργὴς [[βάξις]] ἦλθεν Ἰνάχῳ Αἰσχύλ. Πρ. 663· θεσφάτων βάξιν Σοφ. Τρ. 87. 2) [[φήμη]], [[ἀγγελία]], μιν., β. ἔχει χαλεπὴ Μίμνερμ. 15, πρβλ. 16· θεῶν ἐποπίζεο μῆνιν βάξιν τ’ ἀνθρώπων Θέογν. 1298· β. ἀλγεινήν, β. καλὴν λαβεῖν Σοφ. Αἴ. 494, Ἠλ. 1006· σπείρειν ματαίαν β. ἐς πᾶσαν πόλιν [[αὐτόθι]] 642, πρβλ. 637· διὰ δὲ πόλεας ἔρχεται [[βάξις]] Εὐρ. Ἑλ. 223· [[ὀξεῖα]] γάρ σου [[βάξις]] ...διῆλθ’ Ἀχαιοὺς, [[φήμη]] περὶ σοῦ, Σοφ. Αἴ. 998· [[ἁλώσιμος]] β., [[ἀγγελία]] τῆς ἁλώσεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 10· θανόντος β. ἀνδρὸς Εὐρ. Ἑλ. 350· οὕτω, την τ’ ἀμφὶ Θησέως β. ὁ αὐτ. Ἱκ. 642. II. [[φωνή]], [[ἦχος]], Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 989. 2. | |lstext='''βάξις''': -εως, ἡ, ([[βάζω]]), ποιητ. [[ὄνομα]], [[λόγος]], ἰδίως προφορικὸς [[λόγος]], [[λόγιον]], ὡς τὸ [[φήμη]], ἐναργὴς [[βάξις]] ἦλθεν Ἰνάχῳ Αἰσχύλ. Πρ. 663· θεσφάτων βάξιν Σοφ. Τρ. 87. 2) [[φήμη]], [[ἀγγελία]], μιν., β. ἔχει χαλεπὴ Μίμνερμ. 15, πρβλ. 16· θεῶν ἐποπίζεο μῆνιν βάξιν τ’ ἀνθρώπων Θέογν. 1298· β. ἀλγεινήν, β. καλὴν λαβεῖν Σοφ. Αἴ. 494, Ἠλ. 1006· σπείρειν ματαίαν β. ἐς πᾶσαν πόλιν [[αὐτόθι]] 642, πρβλ. 637· διὰ δὲ πόλεας ἔρχεται [[βάξις]] Εὐρ. Ἑλ. 223· [[ὀξεῖα]] γάρ σου [[βάξις]] ...διῆλθ’ Ἀχαιοὺς, [[φήμη]] περὶ σοῦ, Σοφ. Αἴ. 998· [[ἁλώσιμος]] β., [[ἀγγελία]] τῆς ἁλώσεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 10· θανόντος β. ἀνδρὸς Εὐρ. Ἑλ. 350· οὕτω, την τ’ ἀμφὶ Θησέως β. ὁ αὐτ. Ἱκ. 642. II. [[φωνή]], [[ἦχος]], Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 989. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> réponse d’oracle;<br /><b>2</b> bruit, rumeur ; réputation, renom.<br />'''Étymologie:''' R. Βαγ, parler ; cf. [[βάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (βάζω) poet. Noun,
A saying, esp. an oracular saying, inspired utterance, κλύειν εὐηκέα β. Emp.112.11; ἐναργὴς β. ἦλθεν Ἰνάχῳ A.Pr.663; θεσφάτων β. S.Tr.87. 2 report, rumour, μιν . . β. ἔχει χαλεπή Mimn.15; β. ἀργαλέη Id.16; θεῶν ἐποπίζεο μῆνιν βάξιν τ' ἀνθρώπων Thgn.1298; β. ἀλγεινήν, β. καλὴν λαβεῖν, S.Aj.494, El. 1006; σπείρειν ματαίαν β. ἐς πᾶσαν πόλιν ib.642, cf. 638; διὰ δὲ πόλεας ἔρχεται β. E.Hel.224 (lyr.); ὀξεῖα γάρ σου β. . . διῆλθ' Ἀχαιούς a report concerning thee, S.Aj.998; ἁλώσιμος β. tidings of the capture, A.Ag.10; θανόντος β. ἀνδρός E.Hel.351 (lyr.); so τήν τ' ἀμφὶ Θησέως β. Id.Supp.642. II voice, Epigr.Gr.989.2.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ (βάζω), die Rede, Tragg.; die Sage, das Gerücht, Aesch. Ag. 464; Soph. O. R. 519; u. sonst bei Dichtern; der Ausspruch, bes. des Orakels, Aesch. Prom. 666; Soph. Tr. 87; Ap. Rh. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
βάξις: -εως, ἡ, (βάζω), ποιητ. ὄνομα, λόγος, ἰδίως προφορικὸς λόγος, λόγιον, ὡς τὸ φήμη, ἐναργὴς βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ Αἰσχύλ. Πρ. 663· θεσφάτων βάξιν Σοφ. Τρ. 87. 2) φήμη, ἀγγελία, μιν., β. ἔχει χαλεπὴ Μίμνερμ. 15, πρβλ. 16· θεῶν ἐποπίζεο μῆνιν βάξιν τ’ ἀνθρώπων Θέογν. 1298· β. ἀλγεινήν, β. καλὴν λαβεῖν Σοφ. Αἴ. 494, Ἠλ. 1006· σπείρειν ματαίαν β. ἐς πᾶσαν πόλιν αὐτόθι 642, πρβλ. 637· διὰ δὲ πόλεας ἔρχεται βάξις Εὐρ. Ἑλ. 223· ὀξεῖα γάρ σου βάξις ...διῆλθ’ Ἀχαιοὺς, φήμη περὶ σοῦ, Σοφ. Αἴ. 998· ἁλώσιμος β., ἀγγελία τῆς ἁλώσεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 10· θανόντος β. ἀνδρὸς Εὐρ. Ἑλ. 350· οὕτω, την τ’ ἀμφὶ Θησέως β. ὁ αὐτ. Ἱκ. 642. II. φωνή, ἦχος, Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 989. 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 réponse d’oracle;
2 bruit, rumeur ; réputation, renom.
Étymologie: R. Βαγ, parler ; cf. βάζω.