ἁλώσιμος

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλώσῐμος Medium diacritics: ἁλώσιμος Low diacritics: αλώσιμος Capitals: ΑΛΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: halṓsimos Transliteration B: halōsimos Transliteration C: alosimos Beta Code: a(lw/simos

English (LSJ)

ἁλώσιμον, (ἁλῶναι)
A easy to take or easy to conquer, of places and persons, Hdt.3.153, E.Hel.1622, Th.4.9: metaph., easily beguiled, X.Mem.3.11.11.
2 of the mind, easy to apprehend, S.Ph.863 (lyr.).
3 capable of solution, ἀπόκρισις Aristid.2.275J.
II (ἅλωσις) of capture or belonging to capture or belonging to conquest, of conquest, παιὰν ἁλώσιμος = song of triumph on taking city, A.Th.635; βάξις ἁλώσιμος = tidings of capture, Ag.10.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ἅ-]
I de la conquista, ἆμαρ Stesich.89.11S., Ibyc.1(a).14, παιάν A.Th.635, βάξις A.A.10.
II 1fácil de tomar o conquistarΒαβυλών Hdt.3.153, τὸ χωρίον Th.4.9, ἡ πόλις I.BI 5.153, cf. Hsch.
fácil de apresar o capturar ναῦς E.Hel.1622, ἐχθρός E.Fr.743
fig. ἡδονῇ τὸ θηρίον τοῦτο ἁλώσιμον esta pieza es fácil de cazar o capturar por el placer de un amigo, X.Mem.3.11.11, φιλία ... δι' ἀρετῆς Plu.2.660a.
2 fácil de abatir c. dat. τίπτε με τὴν ἀνέμοισιν ἁλώσιμον ... πίτυν AP 9.376
combustible ὃ δὴ πυρὶ λίνων μόνον οὐκ ἔστιν ἁλώσιμον Paus.1.26.7.
3 fácil de captar τὸ δ' ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι S.Ph.862
que admite una decisión ἀπόκρισις Aristid.2.275.

German (Pape)

[Seite 113] ον, einnehmbar, leicht zu erobern, πόλις Her. 3, 153; Thuc. 4, 9; leicht zu saugen, ἀνήρ Xen. Cyr. 5, 4, 4; leicht zu gewinnen, εὐεργεσίᾳ καὶ ἡδονῇ Mem. 3, 11, 11; übertr. φροντίδι ἐμᾷ άλ., was ich einsehen kann, Soph. Phil. 851; διά τινος Plut. Cat. min. 30. – Bei Aesch. was sich auf die Einnahme bezieht, παιάν, Lobgesang wegen der Eroberung, βάξις. Nachricht von der Eroberung, Spt. 617 Ag. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. facile à prendre ; fig. :
1 facile à gagner, à se concilier;
2 facile à comprendre;
II. qui concerne la prise ; παιὰν ἁλώσιμος péan pour la prise d'une ville.
Étymologie: ἁλίσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἁλώσῐμος: (ᾰ)
1 могущий быть захваченным, доступный для захвата (πόλις Thuc.; ἀνήρ Xen.; τόπος Plut.): ἐδόκεε ἁ. εἶναι ἡ Βαβυλών Her. казалось, что Вавилон можно взять; ναῦς ἁ. διώγμασιν Eur. корабль, который можно настигнуть и захватить;
2 легко уловимый, доверчивый: θηρίον ἁλώσιμον εὐεργεσία Xen. животное, которое легко приручить лаской; ἁ. ὑπὸ χρημάτων Plut. которого можно подкупить, подкупный; οὐ βίᾳ, ἀλλὰ πειθοῖ ἁ. Plut. повинующийся не насилию, а убеждению;
3 постижимый, понятный: τὸ δ᾽ ἁλώσιμον ἀμᾷ φροντίδι Soph. насколько я понимаю;
4 связанный с захватом, относящийся к завоеванию: βάξις ἁ. Aesch. весть о взятии (Трои); παιὰν ἁ. Aesch. пеан в честь взятия города.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλώσῐμος: -ον, (ἁλῶναι) εὐάλωτος, ὃν δύναταί τις εὐκόλως νὰ συλλάβῃ, ἢ νὰ κερδήσῃ ἢ νικήσῃ, ἐπὶ τόπων καὶ προσώπων, Ἡρόδ. 3. 153, Εὐρ. Ἑλ. 1622, Θουκ. 4. 9: - μεταφ., εὐκόλως ἐξαπατώμενος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 11. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, εὐδιάγνωστος, εὔληπτος, Σοφ. Φ. 863 (λυρ.). 3) ὡς ὅρος νομικός, = ὁ ὑποκείμενος εἰς καταδίκην, Ἀριστείδ. ΙΙ. (ἅλωσις) ὁ ἀνήκων ἢ ὑποκείμενος εἰς ἅλωσιν, παιὰν ἁλώσιμος = ὕμνος θριαμβικὸς ἐπὶ ἁλώσει πόλεως, Αἰσχύλ. Θ. 635· βάξις ἁλ., ἀγγελία περὶ τῆς ἁλώσεως, ὁ αὐτ. Ἀγ. 10.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἁλώσιμος, -ον)
αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος
αρχ.
1. αυτός που εύκολα εξαπατάται
2. εύληπτος, κατανοητός
3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη
4. αυτός που αναφέρεται ή υπόκειται σε άλωση
5. φρ. «παιᾱν ἁλώσιμος», θριαμβευτικός παιάνας για την κατάκτηση πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλωσις + παραγ. κατάλ. -ιμος ή < θ. ἁλω- (πρβλ. ἑ-άλω-ν, αόρ. του ρ. ἁλίσκομαι) + παραγ. κατάλ. -σιμος].

Greek Monotonic

ἁλώσῐμος: -ον (ἁλίσκομαι, ἁλῶναι),
I. 1. εύκολος στο να απλωθεί, να νικηθεί ή να κατακτηθεί, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. λέγεται για το πνεύμα, εύκολος στην κατανόηση, σε Σοφ.
II. (ἅλωσις), που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει την αιχμαλωσία, παιὰν ἁλ., παιάνας θριαμβευτικός για την άλωση πόλης, σε Αισχύλ.· βάξις ἁλ., αγγελία για την άλωση, στον ίδ.

Middle Liddell

ἁλίσκομαι, ἁλῶναι
I. easy to take, win, or conquer, Hdt., Thuc., etc.
2. of the mind, easy to apprehend, Soph.
II. (ἅλωσις) of or for capture, παιὰν ἁλ. a song of triumph on taking a city, Aesch.; βάξις ἁλ. tidings of the capture, Aesch.

English (Woodhouse)

easy to be taken, easy to capture, easy to take

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

expugnabilis, able to be captured, 4.9.3.